Πόσα πολλά παιδιά. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Πόσα πολλά μικρά παιδιά. Για ώρες σκεφτόμουν μόνο αυτό. Έβαλα ένα φωσφοριζέ γιλέκο. “έχουν βγει για λίγο έξω από την αίθουσα για να καθαρίσουν τον χώρο” μου είπε η αδελφή μου που ήταν εκεί από το πρωί. “αν θες βοήθα με να καθαρίσω τον εξωτερικό χώρο”. Τι καταπληκτική ευκαιρία να ασχολήθω με κάτι που δεν θα χρειαστεί να δείχνω πολύ τα μάτια μου. Πρέπει να βγω από αυτή τη συναισθηματική κατάσταση, δε μπορώ να κλάψω εδω έτσι. Χαρτάκια, φλούδες από μανταρίνια, σακουλάκια από μπισκότα και μετά μια σκούπα και ένα φαράσι. Παράλληλα κεφαλάκια που με βοηθάνε στο μάζεμα. Απο μόνα τους χωρίς να τους το ζητήσω. “χρειαζόμαστε γάλατα από την 1”. η 1. η 1 ήταν οι μεταφορές και οι επισκέψεις στο ιατρείο, ήταν το κουβάλημα νερών, γαλάτων, πάμπερς, ήταν το ψαχούλεμα στην αποθήκη με τα ρούχα και το χαρτί στο χέρι που έλεγε Μοχάμεντ 44, Αλί, 42, εσώρουχα γυναικεία, ζώνη για τον Χαμούντ. Το πρώτο βράδυ που έφευγα από τον πειραιά έφευγα με άγχος. Λες και όλα περνούσαν από τα χέρια μας. (δεν έπεφτα πολύ έξω)
Τέσσερις άγνωστοι που κλαίνε σε ένα πάρκινγκ στον πειραιά.
Μια τυχαία μέρα, λίγο αργότερα περίμενα με την Ελίζα και μια μητέρα από το Αφγανιστάν στο ιατρείο. Καθόμουν στην πόρτα και κρυφοκοίταζα μέσα στο δωμάτιο εξέτασης. Ένα τόσο δα μωρό, θα ‘ταν δε θα ‘ταν10 ημερών. Η διερμηνέας έλεγε στη μάνα κάτι για τη χώνεψη του βρεφικού γάλακτος. “Σύγνωμη, ξέρεις που θα μπορούσα να αφήσω κάποια πράγματα που έχω φέρει;” μια φωνή στα αριστερα μου. Δυο άντρες, εκεί γύρω στα 30κάτι.“Τι πράγματα” ρωτάω. “Έχω δυο καροτσάκια για παιδιά και κάτι παιχνίδια”. Φέυγοντας από την πύλη, η Ράνα μου είχε ζητήσει ένα καρότσι για τη μικρή της κόρη. Τους το λέω, μου λένε ναι, να το δώσουμε το ένα εκεί. Το άλλο κάνει και για πολύ πολύ μωρό. Κάτσε, περίμενε, μέσα στο ιατρείο υπάρχει ένα τόσο δα μώρό, θες να ρωτήσουμε αν έχει καρότσι. Δεν είχε. Έλαμψε το πρόσωπο του μπαμπά όταν είδε το καρότσι που ήταν τοσο ωραίο, τόσο ακριβό, τόσο υπερενισχυμένο με χίλιες δυο τέντες για βροχή και ήλιο κι δε ξέρωγω τι. Ο ένας από τους δυο έδειχνε στο μπαμπά πως να ανοιγοκλείνει το καρότσι. Γύρω μας είχαν ήδη μαζευτεί μικρά παιδιά με την ελπίδα να υπάρχει στο αυτοκίνητο κάτι και για αυτά. Και έδωσε ότι υπήρχε, και άνοιξε και τη θήκη ανάμεσα από τα μπροστινά καθίσματα για να δώσει μέχρι και τις τσίχλες που είχε εκεί. Για τα παιδιά του τις είχε εκεί, από ότι μου είπε αργότερα. Μπήκα στο αυτοκίνητο μαζί τους για να πάμε στην πύλη που ηταν η Ράνα και να της δώσουν το καρότσι. Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκα ότι μπαίνω στο αμάξι κάποιων που δε ξέρω, αυτοί οι κάποιοι είναι δύο άντρες. Που μόλις όμως τους είχα δει να κάνουν το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο. Τι σκέφτεσαι αλήθεια; Στη μικρή διαδρομή δε θυμάμαι ακριβώς τι ειπώθηκε. “πως είναι εδώ”, “τι γίνεται γαμώτο”, “αυτοί οι άνθρωποι”. Φώναξα τη Ράνα για να έρθει να πάρει το καρότσι. Στη διαδρομή κάτι πρέπει να είχα αναφέρει για αυτήν. Ταξιδεύει μόνη με τα δυο της παιδιά, είναι δικηγόρος από τη Συρία. Όταν της έδωσε το καρότσι, η Ράνα του είπε “Κάποια στιγμή η κόρη μου (που το όνομα της σημαίνει το ρόδο της Δαμασκού) θα γράφει για σας στο ίντερνετ, για αυτά όλα που της δώσατε εδώ”. Δε θέλω και πολύ για να κλάψω, το ξέρω. Αλλά τρέχουν δάκρυα και από αυτόν. Τον άγνωστο με τα δυο καρότσια. Και κλαίμε για λίγο όλοι μαζί οι άγνωστοι. Και αυτή η στιγμή, αυτά τα συγκεριμένα δύο παιδιά που ούτε τα ονόματα τους δε ρώτησα θα είναι πάντα η απάντηση σε όλα τα “ναι, αλλά για τους έλληνες που πεινάνε δεν κάνετε τίποτα”.
(μέρες νομίζω μετά συνειδητοποιήσαμε πως με τον άντρα με τα 2 καρότσια είχαμε γίνει φίλοι στο facebook λίγες μέρες πρίν. Με είχε κάνει φίλη για να με ρωτήσει που θα μπορούσε να αφήσει κάποια πράγματα για τους πρόσφυγες στον πειραιά. Και ξέρεις ποιο ήταν το μαγικό; Αυτόν τον άνθρωπο τον λένε στα αλήθεια Ευτύχιο.)
Το facebook
“Άυριο το πρωί θα πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο για καρδιογράφημα” ή κάπως έτσι σε ένα συνδυασμό λέξεων από διάφορες γλώσσες. “Αύριο θα φύγω. Θα πάω στα σύνορα”. Μα τα σύνορα είναι κλειστά, μα και να ήταν ανοιχτά δε θα μπορούσες να περάσεις, περνάνε μόνο σύριοι και ιρακινοί, 10.000 άτομα στην ειδομένη, είσαι σίγουρος; “I am Palestinian, I am not scared”. Ναι. Τι του λέω και εγω ε; Αύριο λοιπόν θα χαιρετιόμασταν. Good luck και αγκαλιές. Σε δυο βδομάδες ήταν στο βελιγράδι. Μου έστειλε με καρφίτσα την ακριβή του τοποθεσία. “you crazy paelstinian” του έγραψα. Ήθελα δηλαδή κάπως να του πω πόσο ατρόμητος ήταν. Σε τρείς βδομάδες ήταν στη Bιέννη, σε τέσσερις στο Bερολίνο. “δεν ξέρω κανέναν εδώ, δε μπορώ να φτάσω μάλλον στην Σουηδία που είναι ο αδελφός μου”. Ζήτησα βοήθεια από τον Παναγιώτη που έχει έναν φίλο Σύριο που ζει κάπου στη Γερμανία και μετά γίναμε και μεις φίλοι και ο Άχμεντ μίλησε με τον Αμάρ και του πε λεπτομέρειες και μετά η Μύριαμ που είναι δασκάλα γερμανικών στο Βερολίνο μου είπε πως είχε μαθητή τον Μουσταφά. Ο Μουσταφά είναι παλεστινιακής καταγωγής και ζούσε στη Συρία, τώρα ζει στο Βερολίνο. Ο Μουσταφά φιλοξένησε τον Άχμεντ στο σπίτι του. Ο Άχμεντ ζήτησε άσυλο από το Βέλγιο. Μου έστειλε πως ελπίζει να τα πούμε σύντομα απο κοντά.
Οι υπόλοιποι
Τα βράδια, κυρίως, βγαίνουν πολλοί έξω από την πύλη και μιλάνε στα τηλέφωνα. Δε ξέρω αν μιλάνε στους δικούς τους πίσω στη Συρία ή δε ξέρω γω που. Αν μιλάνε με τους δικούς τους που είναι σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Στην Ευρώπη, στην Τουρκία, στον Καναδά, στη Σαουδική Αραβία. Μερικές φορές γυρνάνε την κάμερα στο μέρος μας για να μας δείξουν στον αδελφό τους, στην αδελφή τους. Ο ένας έχει δυο αδελφούς φυλακισμένους από τον άσαντ μπορεί να ζουν, μπορεί και όχι, ποιος ξέρει εκεί που τους έχουν βάλει, εξάλλου έχουν να μιλήσουν δυο χρόνια. Ο άλλος έχει δυο αδελφούς πίσω, τον έναν τον σκότωσε ο isis και για πέντε μέρες δεν μπορούσαν καν να μαζέψουν το πτώμα του από τον δρόμο. Όποιος πλησίαζε έτρωγε σφαίρα. Είδε λέει βίντεο με τον νεκρό αδελφο του στο δρόμο. Με ρώτησε αν θέλω να το δω. Μια άλλη μέρα, λίγο πιο πριν, έπαιζα με αυτό το πανέμορφο μικρό κοριτσάκι με τις μπούκλες. Όσο παίζω μαζί της ο μπαμπας της μου δείχνει μια φωτογραφία. Είναι αυτό το μικρό κοριτσάκι με τις μπούκλες μέσα στις σκόνες ανάμεσα από κάτι χαλάσματα. Μου λέει κάτι στα αραβικά δεν καταλαβαίνω. Επαναλαμβάνει κάτι σαν δόξα τον θεό σώθηκε. Ο γιος τους είναι στη Γερμανία. Η κόρη τους είναι στη Σουηδία, είναι στο Βέλγιο, είναι στη Ολλανδία. Ο άντρας της πήρε άσυλο στη Γερμανία, ο αδελφός της είναι Φινλανδός υπήκοος και αυτοί βρίσκονται εδώ σε μια πύλη ενός λιμανιού που τα καράβια φεύγουν για Κρήτη κανονικά και περιμένουν κάποια χώρα να τους δεχτεί. Λες και δεν είναι άνθρωποι αυτοί, λες καιτους αξίζουν λιγότερα. Τα βράδια δε μπορώ να κοιμηθώ. Αυτό που με ξυπνάει τα βράδια είναι μια βαριά ανησυχία. Τι θα γίνει με αυτούς τους ανθρώπους. Όταν τελικά κοιμάμαι, ξυπνάω για λίγο εκεί κάπου στο ξημέρωμα και μέσα στον ύπνο ξύπνιο, σκέφτομαι τη Ράνα, τον Ιμπραήμ, τον Σαλάχ, τον Αμίρ, τη Γιούσρα.
Η Γιούσρα
Γιούσρα σημαίνει ευκολία, σημαίνει ανακούφιση, ευδαιμονία, μακαριότητα, η Γιούσρα είναι το αντίθετο της δυσκολίας. Αλήθεια σας λέω. Η Γιούσρα είναι το αντίθετο της δυσκολίας. Στα μάτια της νιώθω ανακούφιση και νιώθω και ελπίδα και νιώθω βαθιά αληθινή αγάπη. Η πρώτη φράση που της έμαθα ήταν “σ’αγαπώ”. Και το έλεγε σε όλους. Γιατί είναι τόσο εύκολο για τη Γιούσρα να αγαπάει. Τις πρώτες μέρες που τη γνώρισα περνούσα από το λιμάνι ακόμα και τις μέρες που δε μπορούσα. Να δω αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι. Γνωριστήκαμε καλύτερα μια μέρα που της έλουσα τα μαλλιά. Είχε ένα ξεκαρδιστικό γέλιο όταν τα νερά την γαργαλούσαν. Ένα βράδυ έφευγε για τα σύνορα μια φίλη της που γνώρισε στον Πειραιά. Κρατούσε η μια την άλλη αγκαλιά με τα μικρά τους χεράκια και έκλαιγαν που αποχωρίζονταν. Η Γιούσρα έβγαλε ένα ρολόι πολι ποκετ που κάποιος της ειχε δώσει και της το φόρεσε. Και μετά πάλι αγκαλιά. Μια μέρα, όταν άδειασαν την πύλη, νόμισα πως δεν θα την ξαναέβλεπα ποτέ. Την προηγούμενη μέρα είχαμε φορέσει και οι δυο ένα βραχιολάκι ίδιο. Φίλες για πάντα. Λίγες ώρες αργότερα ο Λευτέρης με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “Η Γιούσρα είναι στην Ε2”. Όταν κατέβηκα στην πύλη την έψαχνα και για λίγο σκέφτηκα πως ο Λευτέρης μπορεί να μην την είδε καλά. Και την είδα να κάθεται έξω από τη σκηνή της. Με το τσαντάκι της το φωσφοριζέ περασμένο διαγώνια. “Γιούσρα;” και αυτή έτρεξε και αγκαλιαστήκαμε και εγώ έκλαιγα και εκείνη μου σκούπιζε τα δάκρυα. Έκλαιγα από χαρά που την ξαναείδα. Και την βλέπω κάθε μέρα ακόμα. Και έχουμε περάσει τόσα μαζί. Και το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο και το αγαπημένο της φρούτο είναι το μήλο, και της αρέσει να χορεύει και χορεύει καταπληκτικά και της έμαθα το τουίστ και εκείνη μου έχει μάθει ένα παιχνίδι που λέμε όλες τις μέρες της εβδομάδας στα αραβικά και ένα άλλο που ο ένας ανεβαίνει στα σκαλιά τα δάχτυλα του άλλου. Η οικογένεια της Γιούσρας είναι αδέλφια μου. Αλήθεια. Γελάμε με τις ώρες και κάνουμε “κουτσομπόγιο”. Όχι κουτσομπολιό, κουτσομπόγιο. Και τρώμε σποράκια ως τις 2:30 το βράδυ και πίνουμε καφέδες και μιλάμε για την αρχή του κόσμου και την Ευρώπη και την Συρία. Μιλάμε για τα καλοκαίρια στο Ντερ Ζορ πριν τον πόλεμο και μερικές φορές μιλάμε για τον ίδιο τον πόλεμο. Και μερικές φορές κλαίμε και κρατάμε δυνατά τα χέρια για τη γέφυρα που γκρέμισαν και το σπίτι τους που δεν υπάρχει πια. Και άλλες φορές σχεδιάζουμε μαζί τα καλοκαίρια που έχουμε ακόμα να περάσουμε στα νησιά. Άλλες φορές λέμε πόσο θα κλαίμε την ημέρα του αποχωρισμού. Το μόνο που πραγματικά θέλω είναι να ξέρω πως ο Γασάν, η Κίντα, η Γιούσρα, η Μαράμ και ο Αμπούντ ζουν καλά. Όπου και αν είναι αυτό γιατί εξάλλου δεν φοβάμαι. Τα αδέλφια δεν χάνονται ποτέ. Κούλο Αλαμπάδο.

* Για τον Σπύρο, τη Στέλλα, τον Χρήστο, τη Ξανθή, τη Μυρτιά, τον Βαγγέλη, την Τατιάνα, τον Λευτέρη, τη Νιόβη, την Ελίζα, την Ελένη, τον Γιάννη. Και μετά, τη Σοφία, την Ιωάννα, τη Μαργαρίτα. Αυτοί είναι οι φίλοι μου που έτρεξαν και τρέχουν για τον άλλον χωρίς να περιμένουν τίποτα πίσω. Οι φίλοι μου που νιώθουμε το ίδιο, που αγαπάμε χωρίς να μετράμε τίποτα. Χωρίς εσάς ο κόσμος αυτός είναι τίποτα.