Στις 16:00 έμαθα για το θάνατο.

Δεν ήξερα αυτήν που πέθανε, ήξερα την κόρη της. Πόνο για τον πόνο της φίλης. Νιώθω το κενό στο στομάχι της. Ξέρω πως είναι να πέφτεις στο κρεβάτι να κοιμηθείς κι όμως να μην κοιμάσαι ποτέ. Να αναρωτιέσαι αν θα ξανακοιμηθείς ποτέ. Αν ο ύπνος σου θα γίνει ξανά βαρύς. Αν στα όνειρα σου δε θα προσπαθείς να ηρεμήσεις το νου σου. Ξέρω πως είναι την ώρα που γελάς μια εικόνα να σε κάνει να κλαίς. Ξέρω πως το γέλιο παγώνει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Ξέρω πως είναι να ψάχνεις στα ρούχα της για να βρεις μια μυρωδιά να σε πάει για λίγο κοντά της. Να φαντάζεσαι τα χέρια της να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά και να νιώθεις από τη θύμηση και μόνο ζεστασιά. Ξέρω πως είναι να κυκλοφορείς σα ζόμπι στις ζωές των άλλων που συνεχίζουν κανονικά, στα γέλια των φίλων, στις διακοπές. Ξέρω πως είναι τα βράδια που κλαις στην αγκαλιά της κολλητής και με αναφιλητά τη ρωτάς αν θα περάσει ποτέ. Ξέρω πως είναι να νιώθεις ότι δε σε συνδέει τίποτα με αυτή τη γη. Να νιώθεις ορφανός από τρυφερότητα. Ξέρω πως είναι να θυμάσαι τις στιγμές που την είδες να χάνεται. Ξέρω πως είναι να προσπαθείς να τα θυμάσαι όλα και να λες από μέσα σου πως μόνο αυτό έχεις πια. Ξέρω πως είναι να ξυπνάς το πρωί και να ελπίζεις τίποτα από όλα να μην είχε συμβεί. Να κλαίς για την αδικία, τη μοναξιά. Να γίνεσαι εγωιστής με τα ‘γιατί στη δικιά μου ζωή αυτό’ και βαρύς. Στο κάθε σπίτι που μπαίνεις να βλέπεις ευτυχία πίσω από τη μιζέρια τους. Ξέρω πως είναι να ακούς τις φίλες σου να τσακώνονται με τις μανάδες τους και να ζηλεύεις. Σου λείπουν ακόμα και οι τσακωμοί σας. Θες με μανία σχεδόν να δεις για ακόμα μια φορά τις φακίδες στα χέρια της. Σκέφτεσαι ασταμάτητα όλα αυτά που δεν πρόλαβες να πεις. Πόσα σ’ αγαπώ δεν είπες.

Σε κοιτούσα χτες να λυγίζεις πάνω στο φέρετρο της μάνας σου και λύγιζα μαζί σου. Ο χαμός, η απελπισία, τα γιατί, τα αν, τα γιατί ξανά.

Ο θάνατος δεν νικιέται.

Κοιτούσα το θολό των ματιών σου και σπάραζα. Να μπορούσα να σου δείξω πως γίνεται καλύτερα  με τον καιρό. Για κάποια χρόνια πίστευα πως δεν γίνεται καλύτερα. Σιγά, σιγά σταματούσα να κλαίω τόσο συχνά και μαλάκωνε ο πόνος. Μαλακώνει αλήθεια.

Τώρα πια δε θυμάμαι τίποτα από κείνη την ημέρα. Θυμάμαι μόνο τη γεύση που είχε το στόμα μου. Ξέρω να κλίνω το θάνατο.

Ο θάνατος νικιέται από τη ζωή. Νικιέται από το βλέμμα των ερωτευμένων. Νικιέται από το νευρικό γέλιο που σε πιάνει με αυτούς που αγαπάς.

Ο ήχος του φτυαριού νικιέται από το ξεκαρδιστικό γέλιο της ανιψιάς σου.