Χρούσσος

Τα πρωινά δεν ήξερα τι ώρα ήταν όταν ξυπνούσα. Ούτε όταν έπεφτα για ύπνο. Άνοιγα το φερμουάρ της σκηνής, προσπαθούσα να ισορροπήσω για να βγω έξω χωρίς να πέσω και κάπως έτσι, περίπου με τον ίδιο τρόπο, φορούσα το μαγιό. Μετά, έσερνα το σώμα μου σε αυτό το σύντομο μονοπάτι πάνω στην άμμο που τσουρουφλούσε. Δεν είχα κουράγιο να βάλω τα τέβα κανονικά και πατούσα το πίσω τους μέρος. Ήταν σαν να επέλεγα ασυνείδητα να καίγονται οι πατούσες μου στη διαδρομή. Μια επιβεβαίωση του ότι ο ήλιος έκαιγε και σήμερα το πρωί. Ο ήλιος ήταν στη θέση του. Έφτανα στο μισό μέτρο από τη θάλασσα, έβγαζα με μια άχαρη κίνηση τα καλοκαιρινά παπουτσάκια και περπατούσα μόνο για λίγα εκατοστά ξυπόλητη. Και μετά το νερό. Ω, το νερό, τα πρωινά στον Χρούσσο. Ησυχία. Στη θάλασσα δεν ήταν κανείς. Κανένα πρωινό. Μόνο κάποιοι σκηνίτες ξύπνιοι αλλά κανείς στο νερό. Μακροβούτι. Ω, το κρύο νερό όταν πρωτομπαίνει το κεφάλι. Ω, το πρώτο πρωινό κατούρημα μέσα στο νερό. Σαν να έπρεπε πάντα έτσι να είναι. Όλα, εδώ, είναι στη σωστή θέση. Οι ώρες περνούν όπως θα έπρεπε να περνούν. Το μεσημέρι κάνει πολύ ζέστη για να κάτσουμε στην παραλία. Ανεβαίνουμε στην κυρά Μαρία να φάμε λαδοτύρι σαγανάκι και κανά κεφτέ. Μόλις γλυκάνει πάλι ο ήλιος κατεβαίνουμε στην παραλία και ξαπλώνουμε στη σειρά με τα βιβλία στο χέρι. Εγώ διαβάζω για τον Πάκο και την Ιρέν. Αχ, αυτή η Ιρέν με αυτά τα μαλλιά κι αυτόν τον έρωτα. Όταν τελείωσα και το Παρίσι Μπλέ ήταν η ώρα να γυρίσουμε.

Τόσες μέρες δεν έχω κινητό, δεν έχω σταθερό, δεν μαθαίνω νέα, δε θέλω να μαθαίνω νέα. Την ώρα που μπήκα στο καράβι του γυρισμού, στην τηλεόραση έδειχνε ειδήσεις. Σηκώθηκα να την χαμηλώσω και μια υπάλληλος στο πλοίο, μου έκανε παρατήρηση. «Δεν μπορείτε να το χαμηλώσετε», μου είπε. Ήταν υποχρεωτικό να ακούσω τις ειδήσεις. Έπρεπε να τιμωρηθώ που ξέχασα.