θα σου γράφω ξανά ποιήματα. έτσι λέει το σύνθημα στον τοίχο.

12963787_10153937497265399_5116278791070046326_n

 

Μερικές φορές ξυπνάει τα βράδια και δεν ξέρει αν είναι εδώ ή εκεί. Αν είναι ακόμα στον πόλεμο ή ξέφυγε. Μέρικες φορές ακούει το επιβατικό αεροπλάνο να περνάει απο πάνω μας και σκύβει από συνήθεια. Στην αρχή το πάθαινε και με τα σκουπιδιάρικα στο δρόμο. Όταν μετακομίζεις σε κανιούριο σπίτι σου παίρνει κάποιες μέρες να συνηθίσεις τους ήχους του καινούριου σπιτιού. Μερικές φορές μπερδεύεις το πλυντήριο με ελικόπτερο. Αν έρχεσαι από τον πόλεμο στην ειρήνη (ας την πούμε έτσι) μπερδεύεις το απορριματοφόρο με μαχητικά αεροσκάφη που ρίχνουν βόμβες φωσφόρου. Μερικές φορές ξυπνάει τη νύχτα και κοιτάει τα παιδιά του. Είναι όλοι εκεί, είναι όλοι καλά. Του παίρνει κάποια ώρα να συνειδητοποίησει ότι βρίσκεται σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Μακρυά από τον πόλεμο.

Μια φορά μου είπε μια ιστορία σχετική. Μετά απο μήνες που το μόνο που είχαν να φανε ήταν ψωμί μπόρεσαν να φτάσουν στην αλλη μεριά της πόλης. Πέρασαν έλέγχους από δεκάχρονα που κουβαλάνε καλάσνικοφ στο όνομα του Αλλάχ. Το πρώτο βράδυ στην “ασφαλή” μεριά της πόλης κάθονται στην ταράτσα του σπιτιού που τους φιλοξενεί. Μια όχι και τόσο ήρεμη βραδιά. Υπάρχει κινητικότητα γενικώς αλλά προς το παρόν επικρατεί μια “εμπόλεμη” ησυχία. Εκείνος, η γυναίκα του, οι μικρές τους κόρες, η πεθερά του, η νύφη του και ίσως ένας-δυο ακόμη. Τι να συζητούσαν άραγε λίγα δευτερόλεπτα πριν το αεροπλάνο ρίξει βόμβα στην διπλανή πολυκατοικία; ποιος να ξερει, εκείνος σίγουρα δε θυμάται. Θυμάται να σκύβει και να παίρνει τα παιδιά απο κάτω του, να τρέχουν όλοι μαζί στις σκάλες, αυτός να πέφτει από τις σκάλες, τα παιδιά να φωνάζουν κλαίγοντας. Δεν υπήρχε πια καμία ασφαλής μεριά στην πόλη. Είχε έρθει η ώρα να φύγουν.

Σε έναν άλλο πόλεμο χρόνια πριν “Μια γυναίκα στο Βερολίνο” έγραφε:

Σάββατο, 21 Απριλίου 1945, 2 π.μ.

Βόμβες που κάνουν τους τοίχους να σείονται. Τα δάχτυλα μου τρέμουν ακόμα καθώς σφίγγω από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να έχω σκάψει. Πριν χτυπηθεί η πολυκατοικία που έμενα συνήθιζα να κατεβαίνω στο καταφύγιο και να τρώω χοντρές φέτες ψωμιού με βούτυρο. Όμως έπειτα απο εκείνη τη νύχτα που βοήθησαν να ξεθάψουν ανθρώπους που είχαν θαφτεί στα ερείπια, έχω κλειστεί στον εαυτό μου όντας αναγκασμένη να αντιμετωπίσω τον φόβο μου απέναντι στον θάνατο. Τα συμπτώματα είναι πάντα τα ίδια. Στην αρχή ο ιδρώτας συγκεντρώνεται σε κόμπους στη γραμμή των μαλλιών μου και έπειτα κάτι αισθάνομαι να τριβελλίζει τη ραχοκοκαλιά μου, ο λαιμός μου ερεθίζεται, το στόμα μου ξεραίνεται, η καρδιά μου αρχίζει να σκιρτά. Το βλέμμα μου προσηλώνεται στο πόδι της καρέκλας απέναντι μου και απομνημονεύω το κάθε εξόγκωμα, την κάθε καμπύλη. Μακάρι να μπορούσα να προσευχηθώ. Ο εγκέφαλος μου προσπαθεί να σχηματίσει φράσεις, κομμάτια από προτάσεις: “Μην σκοτίζεστε γι’ αυτόν τον κόσμο, καθώς είναι ένα τίποτα… και ο Θεός αποφασίζει πότε θα πεθάνει ο καθένας…Noli timere (που σημαίνει: μη φοβού). Και πάει λέγοντας, μέχρι να περάσει κι αυτό το κύμα των βοβαρδιστικών””.

Πριν λίγο καιρό πήγαμε στην θάλασσα. Κολύμπι ξέρει μόνο ο πατέρας. Ρώτησα τη μάνα “πως μπήκες στη βάρκα χωρίς να ξέρεις μπάνιο εσύ και τα παιδιά; φοβόσουν πολύ;”. Γέλασε με κάτι σαν πίκρα μάλλον, σαν βαριά στεναχώρια δε ξέρω. Αν μιλούσε ελληνικά νομίζω θα μου έλεγε “αχ η καρδούλα μου το ξέρει μόνο”. Αλλά μου είπε πως αν έμενε στη Συρία πιθανότατα θα πέθαινε κι αυτή και τα παιδιά. Ή από κάποια βόμβα, ή από κάποιο όπλο ή από την πείνα. Τώρα είχαν και μία πιθανότητα να ζήσουν. Ή θα πνίγονταν ή θα έφταναν στην Ευρώπη.

Ουρόπ. Ουρόπα. Όταν η βάρκα πλησίασε τα παράλια της Μυτιλήνης σήκωσαν το μωρό ψηλά για να το δουν οι λιμενικοί. Για να μη πυροβολήσουν, για να τους βοηθήσουν. Η βάρκα ακούμπησε στην ακτή, ο λιμενικός πήρε πρώτος το μωρό. Και έκλαψε. Ο λιμενικός. Όχι το μωρό. Ήταν σίγουροι πια έτσι θα ήταν στην Ευρώπη.

Πριν τη Μυτιλήνη ήταν η Τουρκία. Η ασφαλής τρίτη χώρα. Δυο φορές προσπάθησαν να φτάσουν την Τουρκία. Τις πρώτες δύο τους έπιασε η αστυνομία. Έβαλαν πλαστικές χειροπέδες ακόμα και στις μικρές. Είναι 8 και 10 χρονών. Τους κράτησαν απο ένα βράδυ την κάθε φορά, μέσα στο κρύο και τη βροχή και τους ξανάεστειλαν πίσω στον πόλεμο.

Την πρώτη φορά ο πατέρας γλίστρησε από τις λάσπες και έπεσε σε ένα γκρεμό. Είχε στον μάρσιπο τον τεσσάρων μηνών μωρό τους. Τη γλίτωσαν με λίγες μόνο γρατζουνιές. Η μια κόρη λιποθύμισε όταν τους είδε να πέφτουν. Η οχτάχρονή.

Την δεύτερη φορά περπάτησαν 20 χιλιόμετρα. 20 χιλιόμετρα μέσα στη βροχή. Τις προάλες κοίταξε τον Υμηττό και μου είπε “δε μου αρέσουν τα βουνά. Μοιάζουν με αυτό που περπατήσαμε”. Οι λάσπες έφταναν μέχρι τα μπούτια τους. Έχω δει φωτογραφίες. Όταν έφτασαν στην Τουρκία και τους έπιασε η αστυνομία, ο πατέρας σηκώθηκε να ζητήσει λίγο ζεστό νερό για το μωρό. Ο μπάτσος έσκυψε, έβαλε το μπιμπερό στα λασπόνερα και το παρέδωσε ημιγεμάτο από βρεφική σκόνη και σκατόνερο. Έτσι περιποιείται η ασφαλής τρίτη χώρα τους πρόσφυγες πολέμου.

Και στις τρεις απόπειρες είχαν δωσει στο μωρό κάτι σαν ηρεμιστικό για να μην κλάψει όταν περνάνε τα σύνορα. Και αυτό ήταν ήσυχο στον μάρσιπο. Όπως και οι μικρές που έδειξαν τόση δύναμη και έπνιγαν τον φόβο τους και το κλάμα τους μέσα στα μικρά τους κορμάκια. Όταν δεν είναι οι γονείς τους μπροστά μου λένε για το ταξίδι από τη Συρία στην Τουρκία. Πόσο τρόμαξαν. Πως ήταν όταν είδαν τον μπαμπά να πέφτει, πως ήταν όταν είδαν να βάζουν χειροπέδες στον μπαμπά.

Χτες του είπα πως όταν φοβάται να με παίρνει τηλέφωνο. Να τις μιλάς τις έγνοιες σου. Να τους μοιράζεσαι τους φόβους σου. Θα είμαι εδώ για σένα αδελφέ μου από τη Συρία. Γιατί κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι περισσότερο απο σένα γιατί είμαι λιγότερο δυνατή. Γιατί αυτά που έζησες εγώ τα ξέρω μόνο από τις ταινίες και ακόμα και εκεί φοβάμαι. Αλλά να με παίρνεις τηλέφωνο να λέμε τους φόβους μας. Θα σου δίνω συμβουλές στη γλώσσα μας και θα σε καθησυχάζω πως όλα θα πάνε καλά. Και όλα θα πάνε καλά γιατί βρήκαμε ο ένας τον άλλον.

 

 

*για τον Γασαν, την Κίντα, τη Γιούσρα, τη Μαράμ και τον Αμπούτ. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν κοιτάξει στα μάτια τον θάνατο και την πιο άσχημη εκδοχή της ζωής. Για όλους εμάς και εσάς που τους τελευταίους μήνες θυμήθηκατε τι ωραίο και μοναδικό πράγμα είναι η φιλία.