Διάβασε, σπούδασε, δημιούργησε τις ευκαιρίες, μην τεμπελιάζεις, δούλεψε χωρίς λεφτά για να εκπαιδευτείς, δούλεψε σκληρά, κάνε το πενταετές πλάνο, χωρίς λεφτά δε θα μπορείς να κάνεις αυτά που θες. Εξασφάλισε το μέλλον σου.

Και τα έκανες λοιπόν όπως στα περιέγραψαν. Τι ήξεραν κι αυτοί. Ο πατέρας δούλευε από τα 7 του, τη μάνα την πάντρεψαν στα 19 της. Ποτέ δεν υπήρξαν σε εταιρείες και γραφεία. Μπροστά στη δικιά τους ανεργία, πείνα και αγριότητα, η εργοδοσιακή χούντα με το ταγέρ μοιάζει ασήμαντη. Μεγάλωσα να ακούω τις ιστορίες του πατέρα με το κάρο να κουβαλάει καφέ και ζάχαρη στον πειραιά. Το φώναζε μερτσέντες, ήταν λέει από τους τυχερούς, ‘ξέρεις πόσοι ήθελαν να έχουν ένα κάρο να δουλέψουν’; Χωρίς παπούτσια, σε ένα σπίτι με ένα δωμάτιο τέσσερις νοματαίοι, φτώχεια ρε συ. Και μετά το κάρο, οι εφημερίδες και μετά τις εφημερίδες η λαϊκή. Πρώτα φρούτα, μετά κάλτσες. Έτρεχε σε λαϊκές και πανηγύρια μέχρι που κάποιος του παραχώρησε μια γωνιά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας πάνω από την αθηνάς να πουλάει εκεί τις κάλτσες του. Η γωνιά έγινε υπόγειο μαγαζί. 30 χρόνια και.

Από αυτό το μαγαζί πληρώθηκαν σχολεία, ιδιαίτερα, πτυχία, μεταπτυχιακά. Νόμιζαν πως έτσι θα μας έσωναν. Δεν ήξεραν κι αυτοί. Δεν γνώρισαν ποτέ τη σκύλα που δίνει προαγωγές σε αυτούς που συμπαθεί και χαντακώνει τους πιο ικανούς. Δε γνώρισε ποτέ αυτόν που πίσω από το γραφείο με το κλιματισμό και το μίνιμαλ πρες παπιέ κρύβει όλη του τη μοναξιά και δυστυχία. Δεν ήξερε για τις μαϊμού αξιολογήσεις, για τις έμμεσες απειλές και για τις αποφάσεις που παίρνονται κάτω από το τραπέζι. Δε γνώρισε τη χούντα με το γαλλικό μανικιούρ και το μυτερό παπούτσι.

Προσπάθησαν να μας εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον και σίγουρα θα ήταν εφόσον δε θα μιλάγαμε για καθεστώτα κατοχής, εμφυλίου και χούντας. Το αντίδοτο στην πείνα είναι τα λεφτά.

Μοιάζει το δικό σου χειρότερο μόνο μέχρι τη στιγμή που σκέφτεσαι πως ήταν αυτοί πριν από σένα. Τι είναι όντως το χειρότερο. Και τη στιγμή που σταματάς να τα συγκρίνεις καταλαβαίνεις πως ίσως απλά να μη θες άλλο να βρίσκεσαι εδώ. Να είσαι μέρος αυτού του συστήματος.

Στις 17 ιουνίου ψήφισαν αυτόν που τους είπε πως θα μείνεις στην ευρώπη, στο ευρώ. Στον πολιτισμό . Μένουμε ευρώπη, εκεί που οι επιλογές των εργαζομένων γίνονται με διαμεσολάβηση, που ο μισθός εξαρτάται από τη διάθεση κάποιου, που η εργασιακή ζούγκλα είναι το μόνο που γνωρίσαμε. Που φοράμε ρούχα για κηδείες και ψεύτικα χαμόγελα.

Μένουμε με τα κοστούμια και τα γλιτσερά χαμόγελα, τα υποκριτικά πατ πατ στην πλάτη και τις σοφές κουβέντες αυτών που ξεπουλάνε τις χαμένες τους ζωές στα κλιματιζόμενα γραφεία. Γεμίσαμε φωτισμένους μάνατζερ και μείναμε από ανθρώπους.

Το κάρο είχε μια τιμιότητα ρε συ, μια ανθρωπιά που τη χάσαμε κάπου στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Παραδέξου πως τα σκατώσαμε. Θελήσαμε να γίνουμε Σουηδία, Αγγλία, Δανία, Γερμανία. Μπερδέψαμε την ευτυχία με τα νούμερα.

Αναρωτιέμαι τι στο διάολο τα κάνουμε τα πτυχία. Μας έβαλαν να κοστολογούμε τις δυνατότητες μας σύμφωνα με τις αντοχές της αγοράς και εμείς το κάνουμε. Να τα σκίσουμε. Να σκίζουμε τα πτυχία και να ξαμοληθούμε στη ζωή. Να σταματήσουμε να μετράμε την ευτυχία μας με τίτλους, νούμερα και αντικείμενα. Να μην περιμένουμε άλλο αυτούς που τα παράτησαν, που κότεψαν. Να μην περιμένουμε τους νεκρούς να ξυπνήσουν.