Σάββατο μεσημέρι με λίγη βροχή αποφασίζω να πάρω ταξί από το σύνταγμα για το σπίτι. Όταν μπαίνω μέσα ο οδηγός μιλάει στο τηλέφωνο σε κάποια ξένη γλώσσα. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο ακολούθησε ένας διάλογος για τον καιρό για να φτάσουμε αισίως στο αγαπημένο θέμα όλων των οδηγών, την κίνηση στου δρόμους. «Κάτι έγινε σήμερα στο κέντρο και το είχαν κλείσει» μου λέει. «Έγινε πορεία για τους μετανάστες που πνίγηκαν» του λέω. «Α σε ένα νησί, κάπου;» μου λέει με τα σπαστά του ελληνικά. Ακολουθεί ένας μικρός επεξηγηματικός διάλογος με πληροφορίες από μεριάς μου για το γεγονός. «Δεν τα ξέρω πολύ καλά, τώρα από σένα τα μαθαίνω» μου λέει. Κάτι είπα σε εκείνο το σημείο για τα ελληνικά ΜΜΕ και τις ειδήσεις που δεν βγαίνουν προς τα έξω. Λίγο αργότερα, με ένα πολύ ψεύτικο χαμόγελο και κοιτάζοντας μέσα από τον καθρέφτη μου λέει «Ε δεν χωράμε και όλοι». Για λίγα δευτερόλεπτα πάγωσα. Ε όχι κι αυτός. Ε όχι και αυτός που ποιος ξέρει τι πέρασε για να είναι εδώ να μου λέει δε χωράμε. Για κάποιο λόγο όμως, ο τρόπος που το έλεγε, το βλέμμα του στον καθρέφτη, ο τρόπος που είχαμε ήδη κουβεντιάσει με έκανε να σκεφτώ πως αυτήν την χιλιοειπωμένη ατάκα δεν την έλεγε γιατί την πίστευε αλλά γιατί ίσως νόμιζε πως θα ήθελα εγώ να την ακούσω. «Εγώ πιστεύω ότι χωράμε» του λέω. Τότε γελάει, γυρνάει το κεφάλι του και με κοιτάει κανονικά και όχι μέσα από τον καθρέφτη και μου λέει «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω, αλλά ξέρεις…» μου λέει. Ξέρω, ξέρω. Συνέχισε λέγοντας μου την ιστορία του, πως έφτασε στην Ελλάδα πριν 14 χρόνια, πως έπρεπε να μην έχει φύγει από τη Γαλλία (που ήταν εκεί για δύο χρόνια) για να έρθει να βρει τη μάνα του στην Ελλάδα και κάτι άλλα αισιόδοξα,  όπως «δεν είναι όλοι οι έλληνες χρυσή αυγή». Βγαίνοντας από το ταξί σκεφτόμουν πόσες φορές αυτός ο οδηγός από τη Γεωργία μπορεί να έχει ακούσει ρατσιστικά σχόλια για να έχει μάθει τι πρέπει να λέει για να έχει τους πελάτες ευχαριστημένους. Δεν είναι λέει όλοι έλληνες χρυσή αυγή αλλά πόσοι δεν είναι ρατσιστές;

Λίγο να βγεις από το μικρόκοσμο σου και να συζητήσεις με φίλους μακρινούς, οικογενειακούς, γνωστούς και αγνώστους θα ακούσεις πιθανότατα κάποιο ρατσιστικό σχόλιο. Μπορεί να μην είναι για τους μετανάστες, μπορεί να είναι για τους ομοφυλόφιλους ή για τις γυναίκες. Μπορεί να είναι για όλους τους ανθρώπους πέρα από τους παρευρισκόμενους. Αν ακούσεις προσεκτικά θα δεις αυτόν το παλιό γνωστό να μιλάει για αράπηδες, πούστηδες και πουτάνες. Αν ακούσεις προσεκτικά θα δεις το μίσος, την υποτίμηση, στα λόγια του. Θα τον ακούσεις να λέει για τις ρωσίδες τις καυλιάρες,  για τους πούστηδες που έχουν αυξηθεί, για τους πακιστανούς που βιάζουν τις αδελφές μας και τους αλβανούς που δεν είναι τίμιοι. Θα φτάσει και στο θρησκευτικό. Οι Μουσουλμάνοι είναι όλοι Ταλιμπάν ενώ οι χριστιανοί είναι όλοι ο Ιησούς.

Όσα χρόνια μας θυμάμαι, έτσι ήμασταν. Ρατσιστές, σεξιστές, συντηρητικοί. Ανάμεσα τους πάντα υπήρχαν κάποιοι, αυτοί που οι άλλοι χαρακτήριζαν «με ευαισθησίες» επειδή στις κουβέντες υπερασπίζονταν τους ανθρώπους πέρα από το φύλο, τη σεξουαλική προτίμηση, το χρώμα, τη θρησκεία το ύψος, το βάρος κλπ. Φυσικά υπήρχαν πάντα κι αυτοί που το έπαιζαν ανοιχτόμυαλοι μέχρι να μάθουν ότι η κόρη τους είναι λεσβία ή ότι τα έχει με έναν Κούρδο.  Δεν τελειώσαμε ποτέ με όλα αυτά. Δεν τα έφερε κανένας γερμενής και κασιδιάρης, προϋπήρχαν αυτών.

«Η ελληνική τεχνική  της μαλάκυνσης του ελληνικού εγκεφάλου προϋποθέτει τη συνεργασία πολλών προκειμένου να μαλακώσει ο εγκέφαλος τόσο, όσο χρειάζεται για να πιστέψουμε πως είμαστε πρώτα ξαδέλφια του Περικλή. Δάσκαλοι, παπάδες, ιεροκήρυκες, χωροφύλακες, δεσμοφύλακες, όλοι τελούν το ιερό, εθνικό χρέος να μας κάνουν όλους μαλάκες… Τώρα ξέρετε γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Διότι την ταΐζουν με δάνεια, τα οποία αυτομάτως, μέσα στον «εθνικό κορμό» μετατρέπονται σε «εθνικές ιδέες» που τρέχουν από τα μπατζάκια των «εθνικά σκεπτόμενων» που σκέφτονται εθνικά για να μπορούν να φαν ελληνικά». Έγραφε ο Ραφαηλίδης στο Μνημόσυνο για ένα ημιτελή θάνατο το 1992.

Για αυτό σου λέω πάντα έτσι ήμασταν. Εθνική υπερηφάνεια, euro νίκες και αρχαία Ελλάδα. Εμείς καλύτεροι από όλους τους άλλους, εμείς με το ξεχωριστό DNA και τέτοιες ανυπόστατες μπούρδες. Μας έχουν  καταλάβει κι οι άνθρωποι που μετανάστευσαν εδώ. Μας μιμούνται μπας και σωθούν από τα μαχαίρια. Εν ανάγκη θα γίνουν πιο ρατσιστές κι από τους έλληνες για να μπορούν μετά κι αυτοί να αυτοεπιβεβαιωθούν. «Για να βρίζει αυτός τους δικούς του, σκέψου τι παλιοφάρα είναι» θα πει γεμάτος ικανοποίηση. Ναι, ναι, ξέρω, δεν είναι όλοι έτσι.

Μερικές μέρες αισθάνομαι όμως σαν να είναι όλοι έτσι. Τη στιγμή που θα ακούσω μια φίλη από τα παλιά να χρησιμοποιεί τη λέξη αράπης υποτιμητικά, τη στιγμή που ο μετανάστης θα μου πει πως «δεν χωράμε κι όλοι» για να με τεστάρει, τη στιγμή που ο παλιός συμμαθητής θα γράψει κάτι σεξιστικό, νιώθω για λίγο πως είναι όλοι έτσι. Πως ζούμε σε μια χώρα με εκατομμύρια μισάνθρωπους ρατσιστές με εθνική περηφάνια.  Τα ίδια σκατά είναι παντού, το ξέρω. Είναι οι άνθρωποι έτσι. Γίνονται οι άνθρωποι έτσι.