Άρθρο 108

Μια γυναίκα, δυο καθίσματα πιο πίσω, έλεγε στην άγνωστη διπλανή της για τον τσίπρα. Να δικαστεί λέει για εσχάτη προδοσία. «Τέτοιο κλέψιμο κανείς. Και οι άλλοι κλέβανε, εντάξει δε λέω, αλλά αυτός κλέβει σε άσχημες εποχές».

 

(Οι άνθρωποι μερικές φορές δεν αντέχονται)

Η μαυρούλα

Μπήκα σε ένα ταξί τις προάλλες. Φαινόταν γλυκός κύριος ο οδηγός. Κάποια στιγμη άρχισε να μου διηγείται μια ιστορία για μια φορά που έκανε μια πλάκα σε μια “μαυρούλα”. Και της έλεγε πράγματα που δεν στέκανε, και την κοροιδευε μέσα στα μάτια της αλλά αυτή τα έχαφτε όλα γιατί ήταν “μαυρούλα”.

 

(Μερικές φορες δεν αντέχω κανέναν τους)

 

Η γυναίκα μπόξερ

Μιαν άλλη μέρα, σε μια στάση μπήκε μια κοπέλα και πήγε να χτυπησει εισιτήριο. Το μηχάνημα δεν λειτουργούσε και έτσι πήγε στο πιο πέρα. Αλλά όυτε και κείνο λειτουργούσε. Και αυτή το προσπαθούσε και το ξαναπροσπαθούσε σαν να μην υπήρχε καμμία περίπτωση να κάνει τη διαδρομή συγγρού-φιξ χωρίς εισιτήριο. Μια στάση αργότερα και όσο η κοπέλα προσπαθούσε ακόμα να χτυπήσει το εισιτήριο στο πιο πέρα μηχάνημα, ένας παππούς άρχισε να της φωνάζει “στο πίσω πήγαινε”. ούτε καν ένα “συγνώμη κοπελιά ,νομιζω δουλεύει το πίσω” αλλά “στο πίσω πήγαινε” με φωνή που βαριόταν να βγει και με μια γνεική απεύθυνση που αν δεν είχες παρακολουθήσει την ιστορία δεν θα καταλάβαινες σε ποιον φωνάζει. Δυο στάσεις αργότερα μπήκε στο λεωφορείο μια γυναίκα που είχε το ύφος ενός θυμωμένου και άγριου μπόξερ. Φορούσε τζιν και κρατούσε μια τσάντα στο πλάι. Η γυναίκα μπόξερ κοίταξε γύρω της, είδε την κοπέλα να προσπαθεί ακόμα να χτυπήσει το εισιτήριο και φώναξε δυνατά “Ξανθιά είναι, τι περιμένεις;”.

 

(μια χώρα θυμωμένων ανθρώπων. μια χώρα με προβλήματα στον θυρεοειδή)

Τα ακροδάχτυλα

Χτες δυο κορίτσια στέκονταν στη φυσούνα του 550. είχαν στα νύχια τους κάποια άλλα νύχια κολλημένα. Και έβλεπες τις δυο διαστάσεις. Και τα κανονικα τους νύχια και τα ψεύτικα. Τα ψεύτικα ήταν μυτερά , σαν νύχια αετού και κάποια είχαν στρας και κάποια κάτι κάθετες γραμμές. Και σκεφτόμουν πως με τόσο μακρυά και μυτερά νύχια θα είναι αδύνατο να μπορείς να νιώσεις το οτιδήποτε με τα ακροδάχτυλα. Και αυτό είναι πραγματική δυστυχία.

 

Μικρή εκδίκηση

Με ρωτάει, δείχνοντας τα χέρια του, ποια βραχιόλια προτιμώ πιο πολύ. Δεν τον ξέρω. Πρώτη φορά τον βλέπω. Του λέω τα δεξιά. Γιατί; με ρωτάει. Γιατί στα αριστερό έχει αυτά τα κομποσκοίνια και δε μ’αρέσουν. Με κοιτάει σχεδόν θιγμένος, αλλά κυρίως θυμωμένος. Τέλοσπάντων μου λέει, βλέπεις τι γράφουν πάνω τα βραχιόλια; ναι του λέω. Τι είναι, ξέρεις;. όχι του λέω. Είναι καμπάνια για να γυρίσουν τα μάρμαρα του παρθενώνα, μου λέει. Αστο, ρώτα κανέναν άλλον του λέω. Μου πιάνει τον ώμο. Έχεις κάτι πολύ ωραίο πάνω σου μου λέει. Ξέρεις τι είναι; τι, τον ρωτάω. Το χέρι μου. Έκδικητικός τύπος, σκέφτηκα.

 

Να μη μιλάμε

Δε θυμάμαι, αναρωτιέμαι αν πάντα αποφεύγαμε να μιλήσουμε με τους ανθρώπους γύρω μας για κάποια συγκεκριμένα θέματα. Θυμάμαι δηλαδή αμυδρά να λένε οι γονείς πως καλό είναι να μη συζητάς για πολιτική γιατί μαλώνεις. Έτσι όλα ήταν πιο εύκολα. Το σόι μόνιαζε. Έτσι και μείς τώρα. Κάνε να μην αναφερθεί το μεταναστευτικό στη σχολή χορού, στον γυναικολόγο, στο φαρμακείο, στο ταξί, στη συνάντηση γονέων, στην ουρά της τράπεζας, όταν θα έρθει το συνεργείο απολύμανσης, ο ηλεκτρολόγος και τα λοιπά για να μπορέσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας.

 

Η παράλυση

Αν ακούσεις τι λένε οι άνθρωποι γύρω σου, είναι γεμάτοι φόβο. Και είναι πολύ θυμωμένοι για αυτό. Με όλους εκτός από αυτούς που ευθύνονται για το φόβο. Και σου λένε για το πόσο δεν αντέχουν τις ζωές τους αλλά σε καμία περίπτωση, ποτέ και για κανένα λόγο, ορκίσου το και κάνε μου τη χάρη, μην διανοηθείς να τους βοηθήσεις, να προτείνεις έστω κάποιο τρόπο διαφυγής. Οι ζωές είναι για να βιώνονται ως καταπιεστικές και δυστυχισμένες. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να δικαιολογηθεί η παράλυση.

 

Η Αφσάνα

Η Αφσάνα μαθαίνει ελληνικά. Και Αγγλικά ταυτόχρονα. Είναι η καλύτερη μαθήτρια από όλους. Κάθε μέρα έρχεται με την κασετινα της και τα βιβλία της και διαβάζει, σημειώνει, ρωτάει όλους μας λέξεις. Το σάββατο μας μαγείρεψε ένα παραδοσιακό ιρανικό φαγητό. Όταν τρώγαμε μας είπε με μεγάλες παύσεις “ayto einai to efxaristw apo emas”. Η Αφσάνα είναι από το Αφγανιστάν αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ιράν. Δεν την αναγνώρισαν ποτέ σαν πολίτη εκεί. Αναρωτιέμαι αν έχεις γίνει δυο φορές πρόσφυγας είναι αρκετό για να πάρεις άσυλο στην ευρώπη;

θα σου γράφω ξανά ποιήματα. έτσι λέει το σύνθημα στον τοίχο.

12963787_10153937497265399_5116278791070046326_n

 

Μερικές φορές ξυπνάει τα βράδια και δεν ξέρει αν είναι εδώ ή εκεί. Αν είναι ακόμα στον πόλεμο ή ξέφυγε. Μέρικες φορές ακούει το επιβατικό αεροπλάνο να περνάει απο πάνω μας και σκύβει από συνήθεια. Στην αρχή το πάθαινε και με τα σκουπιδιάρικα στο δρόμο. Όταν μετακομίζεις σε κανιούριο σπίτι σου παίρνει κάποιες μέρες να συνηθίσεις τους ήχους του καινούριου σπιτιού. Μερικές φορές μπερδεύεις το πλυντήριο με ελικόπτερο. Αν έρχεσαι από τον πόλεμο στην ειρήνη (ας την πούμε έτσι) μπερδεύεις το απορριματοφόρο με μαχητικά αεροσκάφη που ρίχνουν βόμβες φωσφόρου. Μερικές φορές ξυπνάει τη νύχτα και κοιτάει τα παιδιά του. Είναι όλοι εκεί, είναι όλοι καλά. Του παίρνει κάποια ώρα να συνειδητοποίησει ότι βρίσκεται σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Μακρυά από τον πόλεμο.

Μια φορά μου είπε μια ιστορία σχετική. Μετά απο μήνες που το μόνο που είχαν να φανε ήταν ψωμί μπόρεσαν να φτάσουν στην αλλη μεριά της πόλης. Πέρασαν έλέγχους από δεκάχρονα που κουβαλάνε καλάσνικοφ στο όνομα του Αλλάχ. Το πρώτο βράδυ στην “ασφαλή” μεριά της πόλης κάθονται στην ταράτσα του σπιτιού που τους φιλοξενεί. Μια όχι και τόσο ήρεμη βραδιά. Υπάρχει κινητικότητα γενικώς αλλά προς το παρόν επικρατεί μια “εμπόλεμη” ησυχία. Εκείνος, η γυναίκα του, οι μικρές τους κόρες, η πεθερά του, η νύφη του και ίσως ένας-δυο ακόμη. Τι να συζητούσαν άραγε λίγα δευτερόλεπτα πριν το αεροπλάνο ρίξει βόμβα στην διπλανή πολυκατοικία; ποιος να ξερει, εκείνος σίγουρα δε θυμάται. Θυμάται να σκύβει και να παίρνει τα παιδιά απο κάτω του, να τρέχουν όλοι μαζί στις σκάλες, αυτός να πέφτει από τις σκάλες, τα παιδιά να φωνάζουν κλαίγοντας. Δεν υπήρχε πια καμία ασφαλής μεριά στην πόλη. Είχε έρθει η ώρα να φύγουν.

Σε έναν άλλο πόλεμο χρόνια πριν “Μια γυναίκα στο Βερολίνο” έγραφε:

Σάββατο, 21 Απριλίου 1945, 2 π.μ.

Βόμβες που κάνουν τους τοίχους να σείονται. Τα δάχτυλα μου τρέμουν ακόμα καθώς σφίγγω από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να έχω σκάψει. Πριν χτυπηθεί η πολυκατοικία που έμενα συνήθιζα να κατεβαίνω στο καταφύγιο και να τρώω χοντρές φέτες ψωμιού με βούτυρο. Όμως έπειτα απο εκείνη τη νύχτα που βοήθησαν να ξεθάψουν ανθρώπους που είχαν θαφτεί στα ερείπια, έχω κλειστεί στον εαυτό μου όντας αναγκασμένη να αντιμετωπίσω τον φόβο μου απέναντι στον θάνατο. Τα συμπτώματα είναι πάντα τα ίδια. Στην αρχή ο ιδρώτας συγκεντρώνεται σε κόμπους στη γραμμή των μαλλιών μου και έπειτα κάτι αισθάνομαι να τριβελλίζει τη ραχοκοκαλιά μου, ο λαιμός μου ερεθίζεται, το στόμα μου ξεραίνεται, η καρδιά μου αρχίζει να σκιρτά. Το βλέμμα μου προσηλώνεται στο πόδι της καρέκλας απέναντι μου και απομνημονεύω το κάθε εξόγκωμα, την κάθε καμπύλη. Μακάρι να μπορούσα να προσευχηθώ. Ο εγκέφαλος μου προσπαθεί να σχηματίσει φράσεις, κομμάτια από προτάσεις: “Μην σκοτίζεστε γι’ αυτόν τον κόσμο, καθώς είναι ένα τίποτα… και ο Θεός αποφασίζει πότε θα πεθάνει ο καθένας…Noli timere (που σημαίνει: μη φοβού). Και πάει λέγοντας, μέχρι να περάσει κι αυτό το κύμα των βοβαρδιστικών””.

Πριν λίγο καιρό πήγαμε στην θάλασσα. Κολύμπι ξέρει μόνο ο πατέρας. Ρώτησα τη μάνα “πως μπήκες στη βάρκα χωρίς να ξέρεις μπάνιο εσύ και τα παιδιά; φοβόσουν πολύ;”. Γέλασε με κάτι σαν πίκρα μάλλον, σαν βαριά στεναχώρια δε ξέρω. Αν μιλούσε ελληνικά νομίζω θα μου έλεγε “αχ η καρδούλα μου το ξέρει μόνο”. Αλλά μου είπε πως αν έμενε στη Συρία πιθανότατα θα πέθαινε κι αυτή και τα παιδιά. Ή από κάποια βόμβα, ή από κάποιο όπλο ή από την πείνα. Τώρα είχαν και μία πιθανότητα να ζήσουν. Ή θα πνίγονταν ή θα έφταναν στην Ευρώπη.

Ουρόπ. Ουρόπα. Όταν η βάρκα πλησίασε τα παράλια της Μυτιλήνης σήκωσαν το μωρό ψηλά για να το δουν οι λιμενικοί. Για να μη πυροβολήσουν, για να τους βοηθήσουν. Η βάρκα ακούμπησε στην ακτή, ο λιμενικός πήρε πρώτος το μωρό. Και έκλαψε. Ο λιμενικός. Όχι το μωρό. Ήταν σίγουροι πια έτσι θα ήταν στην Ευρώπη.

Πριν τη Μυτιλήνη ήταν η Τουρκία. Η ασφαλής τρίτη χώρα. Δυο φορές προσπάθησαν να φτάσουν την Τουρκία. Τις πρώτες δύο τους έπιασε η αστυνομία. Έβαλαν πλαστικές χειροπέδες ακόμα και στις μικρές. Είναι 8 και 10 χρονών. Τους κράτησαν απο ένα βράδυ την κάθε φορά, μέσα στο κρύο και τη βροχή και τους ξανάεστειλαν πίσω στον πόλεμο.

Την πρώτη φορά ο πατέρας γλίστρησε από τις λάσπες και έπεσε σε ένα γκρεμό. Είχε στον μάρσιπο τον τεσσάρων μηνών μωρό τους. Τη γλίτωσαν με λίγες μόνο γρατζουνιές. Η μια κόρη λιποθύμισε όταν τους είδε να πέφτουν. Η οχτάχρονή.

Την δεύτερη φορά περπάτησαν 20 χιλιόμετρα. 20 χιλιόμετρα μέσα στη βροχή. Τις προάλες κοίταξε τον Υμηττό και μου είπε “δε μου αρέσουν τα βουνά. Μοιάζουν με αυτό που περπατήσαμε”. Οι λάσπες έφταναν μέχρι τα μπούτια τους. Έχω δει φωτογραφίες. Όταν έφτασαν στην Τουρκία και τους έπιασε η αστυνομία, ο πατέρας σηκώθηκε να ζητήσει λίγο ζεστό νερό για το μωρό. Ο μπάτσος έσκυψε, έβαλε το μπιμπερό στα λασπόνερα και το παρέδωσε ημιγεμάτο από βρεφική σκόνη και σκατόνερο. Έτσι περιποιείται η ασφαλής τρίτη χώρα τους πρόσφυγες πολέμου.

Και στις τρεις απόπειρες είχαν δωσει στο μωρό κάτι σαν ηρεμιστικό για να μην κλάψει όταν περνάνε τα σύνορα. Και αυτό ήταν ήσυχο στον μάρσιπο. Όπως και οι μικρές που έδειξαν τόση δύναμη και έπνιγαν τον φόβο τους και το κλάμα τους μέσα στα μικρά τους κορμάκια. Όταν δεν είναι οι γονείς τους μπροστά μου λένε για το ταξίδι από τη Συρία στην Τουρκία. Πόσο τρόμαξαν. Πως ήταν όταν είδαν τον μπαμπά να πέφτει, πως ήταν όταν είδαν να βάζουν χειροπέδες στον μπαμπά.

Χτες του είπα πως όταν φοβάται να με παίρνει τηλέφωνο. Να τις μιλάς τις έγνοιες σου. Να τους μοιράζεσαι τους φόβους σου. Θα είμαι εδώ για σένα αδελφέ μου από τη Συρία. Γιατί κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι περισσότερο απο σένα γιατί είμαι λιγότερο δυνατή. Γιατί αυτά που έζησες εγώ τα ξέρω μόνο από τις ταινίες και ακόμα και εκεί φοβάμαι. Αλλά να με παίρνεις τηλέφωνο να λέμε τους φόβους μας. Θα σου δίνω συμβουλές στη γλώσσα μας και θα σε καθησυχάζω πως όλα θα πάνε καλά. Και όλα θα πάνε καλά γιατί βρήκαμε ο ένας τον άλλον.

 

 

*για τον Γασαν, την Κίντα, τη Γιούσρα, τη Μαράμ και τον Αμπούτ. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν κοιτάξει στα μάτια τον θάνατο και την πιο άσχημη εκδοχή της ζωής. Για όλους εμάς και εσάς που τους τελευταίους μήνες θυμήθηκατε τι ωραίο και μοναδικό πράγμα είναι η φιλία.

Πόσα πολλά παιδιά. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Πόσα πολλά μικρά παιδιά. Για ώρες σκεφτόμουν μόνο αυτό. Έβαλα ένα φωσφοριζέ γιλέκο. “έχουν βγει για λίγο έξω από την αίθουσα για να καθαρίσουν τον χώρο” μου είπε η αδελφή μου που ήταν εκεί από το πρωί. “αν θες βοήθα με να καθαρίσω τον εξωτερικό χώρο”. Τι καταπληκτική ευκαιρία να ασχολήθω με κάτι που δεν θα χρειαστεί να δείχνω πολύ τα μάτια μου. Πρέπει να βγω από αυτή τη συναισθηματική κατάσταση, δε μπορώ να κλάψω εδω έτσι. Χαρτάκια, φλούδες από μανταρίνια, σακουλάκια από μπισκότα και μετά μια σκούπα και ένα φαράσι. Παράλληλα κεφαλάκια που με βοηθάνε στο μάζεμα. Απο μόνα τους χωρίς να τους το ζητήσω. “χρειαζόμαστε γάλατα από την 1”. η 1. η 1 ήταν οι μεταφορές και οι επισκέψεις στο ιατρείο, ήταν το κουβάλημα νερών, γαλάτων, πάμπερς, ήταν το ψαχούλεμα στην αποθήκη με τα ρούχα και το χαρτί στο χέρι που έλεγε Μοχάμεντ 44, Αλί, 42, εσώρουχα γυναικεία, ζώνη για τον Χαμούντ. Το πρώτο βράδυ που έφευγα από τον πειραιά έφευγα με άγχος. Λες και όλα περνούσαν από τα χέρια μας. (δεν έπεφτα πολύ έξω)

Τέσσερις άγνωστοι που κλαίνε σε ένα πάρκινγκ στον πειραιά.

Μια τυχαία μέρα, λίγο αργότερα περίμενα με την Ελίζα και μια μητέρα από το Αφγανιστάν στο ιατρείο. Καθόμουν στην πόρτα και κρυφοκοίταζα μέσα στο δωμάτιο εξέτασης. Ένα τόσο δα μωρό, θα ‘ταν δε θα ‘ταν10 ημερών. Η διερμηνέας έλεγε στη μάνα κάτι για τη χώνεψη του βρεφικού γάλακτος. “Σύγνωμη, ξέρεις που θα μπορούσα να αφήσω κάποια πράγματα που έχω φέρει;” μια φωνή στα αριστερα μου. Δυο άντρες, εκεί γύρω στα 30κάτι.“Τι πράγματα” ρωτάω. “Έχω δυο καροτσάκια για παιδιά και κάτι παιχνίδια”. Φέυγοντας από την πύλη, η Ράνα μου είχε ζητήσει ένα καρότσι για τη μικρή της κόρη. Τους το λέω, μου λένε ναι, να το δώσουμε το ένα εκεί. Το άλλο κάνει και για πολύ πολύ μωρό. Κάτσε, περίμενε, μέσα στο ιατρείο υπάρχει ένα τόσο δα μώρό, θες να ρωτήσουμε αν έχει καρότσι. Δεν είχε. Έλαμψε το πρόσωπο του μπαμπά όταν είδε το καρότσι που ήταν τοσο ωραίο, τόσο ακριβό, τόσο υπερενισχυμένο με χίλιες δυο τέντες για βροχή και ήλιο κι δε ξέρωγω τι. Ο ένας από τους δυο έδειχνε στο μπαμπά πως να ανοιγοκλείνει το καρότσι. Γύρω μας είχαν ήδη μαζευτεί μικρά παιδιά με την ελπίδα να υπάρχει στο αυτοκίνητο κάτι και για αυτά. Και έδωσε ότι υπήρχε, και άνοιξε και τη θήκη ανάμεσα από τα μπροστινά καθίσματα για να δώσει μέχρι και τις τσίχλες που είχε εκεί. Για τα παιδιά του τις είχε εκεί, από ότι μου είπε αργότερα. Μπήκα στο αυτοκίνητο μαζί τους για να πάμε στην πύλη που ηταν η Ράνα και να της δώσουν το καρότσι. Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκα ότι μπαίνω στο αμάξι κάποιων που δε ξέρω, αυτοί οι κάποιοι είναι δύο άντρες. Που μόλις όμως τους είχα δει να κάνουν το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο. Τι σκέφτεσαι αλήθεια; Στη μικρή διαδρομή δε θυμάμαι ακριβώς τι ειπώθηκε. “πως είναι εδώ”, “τι γίνεται γαμώτο”, “αυτοί οι άνθρωποι”. Φώναξα τη Ράνα για να έρθει να πάρει το καρότσι. Στη διαδρομή κάτι πρέπει να είχα αναφέρει για αυτήν. Ταξιδεύει μόνη με τα δυο της παιδιά, είναι δικηγόρος από τη Συρία. Όταν της έδωσε το καρότσι, η Ράνα του είπε “Κάποια στιγμή η κόρη μου (που το όνομα της σημαίνει το ρόδο της Δαμασκού) θα γράφει για σας στο ίντερνετ, για αυτά όλα που της δώσατε εδώ”. Δε θέλω και πολύ για να κλάψω, το ξέρω. Αλλά τρέχουν δάκρυα και από αυτόν. Τον άγνωστο με τα δυο καρότσια. Και κλαίμε για λίγο όλοι μαζί οι άγνωστοι. Και αυτή η στιγμή, αυτά τα συγκεριμένα δύο παιδιά που ούτε τα ονόματα τους δε ρώτησα θα είναι πάντα η απάντηση σε όλα τα “ναι, αλλά για τους έλληνες που πεινάνε δεν κάνετε τίποτα”.

(μέρες νομίζω μετά συνειδητοποιήσαμε πως με τον άντρα με τα 2 καρότσια είχαμε γίνει φίλοι στο facebook λίγες μέρες πρίν. Με είχε κάνει φίλη για να με ρωτήσει που θα μπορούσε να αφήσει κάποια πράγματα για τους πρόσφυγες στον πειραιά. Και ξέρεις ποιο ήταν το μαγικό; Αυτόν τον άνθρωπο τον λένε στα αλήθεια Ευτύχιο.)

Το facebook

“Άυριο το πρωί θα πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο για καρδιογράφημα” ή κάπως έτσι σε ένα συνδυασμό λέξεων από διάφορες γλώσσες. “Αύριο θα φύγω. Θα πάω στα σύνορα”. Μα τα σύνορα είναι κλειστά, μα και να ήταν ανοιχτά δε θα μπορούσες να περάσεις, περνάνε μόνο σύριοι και ιρακινοί, 10.000 άτομα στην ειδομένη, είσαι σίγουρος; “I am Palestinian, I am not scared”. Ναι. Τι του λέω και εγω ε; Αύριο λοιπόν θα χαιρετιόμασταν. Good luck και αγκαλιές. Σε δυο βδομάδες ήταν στο βελιγράδι. Μου έστειλε με καρφίτσα την ακριβή του τοποθεσία. “you crazy paelstinian” του έγραψα. Ήθελα δηλαδή κάπως να του πω πόσο ατρόμητος ήταν. Σε τρείς βδομάδες ήταν στη Bιέννη, σε τέσσερις στο Bερολίνο. “δεν ξέρω κανέναν εδώ, δε μπορώ να φτάσω μάλλον στην Σουηδία που είναι ο αδελφός μου”. Ζήτησα βοήθεια από τον Παναγιώτη που έχει έναν φίλο Σύριο που ζει κάπου στη Γερμανία και μετά γίναμε και μεις φίλοι και ο Άχμεντ μίλησε με τον Αμάρ και του πε λεπτομέρειες και μετά η Μύριαμ που είναι δασκάλα γερμανικών στο Βερολίνο μου είπε πως είχε μαθητή τον Μουσταφά. Ο Μουσταφά είναι παλεστινιακής καταγωγής και ζούσε στη Συρία, τώρα ζει στο Βερολίνο. Ο Μουσταφά φιλοξένησε τον Άχμεντ στο σπίτι του. Ο Άχμεντ ζήτησε άσυλο από το Βέλγιο. Μου έστειλε πως ελπίζει να τα πούμε σύντομα απο κοντά.

Οι υπόλοιποι

Τα βράδια, κυρίως, βγαίνουν πολλοί έξω από την πύλη και μιλάνε στα τηλέφωνα. Δε ξέρω αν μιλάνε στους δικούς τους πίσω στη Συρία ή δε ξέρω γω που. Αν μιλάνε με τους δικούς τους που είναι σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Στην Ευρώπη, στην Τουρκία, στον Καναδά, στη Σαουδική Αραβία. Μερικές φορές γυρνάνε την κάμερα στο μέρος μας για να μας δείξουν στον αδελφό τους, στην αδελφή τους. Ο ένας έχει δυο αδελφούς φυλακισμένους από τον άσαντ μπορεί να ζουν, μπορεί και όχι, ποιος ξέρει εκεί που τους έχουν βάλει, εξάλλου έχουν να μιλήσουν δυο χρόνια. Ο άλλος έχει δυο αδελφούς πίσω, τον έναν τον σκότωσε ο isis και για πέντε μέρες δεν μπορούσαν καν να μαζέψουν το πτώμα του από τον δρόμο. Όποιος πλησίαζε έτρωγε σφαίρα. Είδε λέει βίντεο με τον νεκρό αδελφο του στο δρόμο. Με ρώτησε αν θέλω να το δω. Μια άλλη μέρα, λίγο πιο πριν, έπαιζα με αυτό το πανέμορφο μικρό κοριτσάκι με τις μπούκλες. Όσο παίζω μαζί της ο μπαμπας της μου δείχνει μια φωτογραφία. Είναι αυτό το μικρό κοριτσάκι με τις μπούκλες μέσα στις σκόνες ανάμεσα από κάτι χαλάσματα. Μου λέει κάτι στα αραβικά δεν καταλαβαίνω. Επαναλαμβάνει κάτι σαν δόξα τον θεό σώθηκε. Ο γιος τους είναι στη Γερμανία. Η κόρη τους είναι στη Σουηδία, είναι στο Βέλγιο, είναι στη Ολλανδία. Ο άντρας της πήρε άσυλο στη Γερμανία, ο αδελφός της είναι Φινλανδός υπήκοος και αυτοί βρίσκονται εδώ σε μια πύλη ενός λιμανιού που τα καράβια φεύγουν για Κρήτη κανονικά και περιμένουν κάποια χώρα να τους δεχτεί. Λες και δεν είναι άνθρωποι αυτοί, λες καιτους αξίζουν λιγότερα. Τα βράδια δε μπορώ να κοιμηθώ. Αυτό που με ξυπνάει τα βράδια είναι μια βαριά ανησυχία. Τι θα γίνει με αυτούς τους ανθρώπους. Όταν τελικά κοιμάμαι, ξυπνάω για λίγο εκεί κάπου στο ξημέρωμα και μέσα στον ύπνο ξύπνιο, σκέφτομαι τη Ράνα, τον Ιμπραήμ, τον Σαλάχ, τον Αμίρ, τη Γιούσρα.

Η Γιούσρα

Γιούσρα σημαίνει ευκολία, σημαίνει ανακούφιση, ευδαιμονία, μακαριότητα, η Γιούσρα είναι το αντίθετο της δυσκολίας. Αλήθεια σας λέω. Η Γιούσρα είναι το αντίθετο της δυσκολίας. Στα μάτια της νιώθω ανακούφιση και νιώθω και ελπίδα και νιώθω βαθιά αληθινή αγάπη. Η πρώτη φράση που της έμαθα ήταν “σ’αγαπώ”. Και το έλεγε σε όλους. Γιατί είναι τόσο εύκολο για τη Γιούσρα να αγαπάει. Τις πρώτες μέρες που τη γνώρισα περνούσα από το λιμάνι ακόμα και τις μέρες που δε μπορούσα. Να δω αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι. Γνωριστήκαμε καλύτερα μια μέρα που της έλουσα τα μαλλιά. Είχε ένα ξεκαρδιστικό γέλιο όταν τα νερά την γαργαλούσαν. Ένα βράδυ έφευγε για τα σύνορα μια φίλη της που γνώρισε στον Πειραιά. Κρατούσε η μια την άλλη αγκαλιά με τα μικρά τους χεράκια και έκλαιγαν που αποχωρίζονταν. Η Γιούσρα έβγαλε ένα ρολόι πολι ποκετ που κάποιος της ειχε δώσει και της το φόρεσε. Και μετά πάλι αγκαλιά. Μια μέρα, όταν άδειασαν την πύλη, νόμισα πως δεν θα την ξαναέβλεπα ποτέ. Την προηγούμενη μέρα είχαμε φορέσει και οι δυο ένα βραχιολάκι ίδιο. Φίλες για πάντα. Λίγες ώρες αργότερα ο Λευτέρης με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “Η Γιούσρα είναι στην Ε2”. Όταν κατέβηκα στην πύλη την έψαχνα και για λίγο σκέφτηκα πως ο Λευτέρης μπορεί να μην την είδε καλά. Και την είδα να κάθεται έξω από τη σκηνή της. Με το τσαντάκι της το φωσφοριζέ περασμένο διαγώνια. “Γιούσρα;” και αυτή έτρεξε και αγκαλιαστήκαμε και εγώ έκλαιγα και εκείνη μου σκούπιζε τα δάκρυα. Έκλαιγα από χαρά που την ξαναείδα. Και την βλέπω κάθε μέρα ακόμα. Και έχουμε περάσει τόσα μαζί. Και το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο και το αγαπημένο της φρούτο είναι το μήλο, και της αρέσει να χορεύει και χορεύει καταπληκτικά και της έμαθα το τουίστ και εκείνη μου έχει μάθει ένα παιχνίδι που λέμε όλες τις μέρες της εβδομάδας στα αραβικά και ένα άλλο που ο ένας ανεβαίνει στα σκαλιά τα δάχτυλα του άλλου. Η οικογένεια της Γιούσρας είναι αδέλφια μου. Αλήθεια. Γελάμε με τις ώρες και κάνουμε “κουτσομπόγιο”. Όχι κουτσομπολιό, κουτσομπόγιο. Και τρώμε σποράκια ως τις 2:30 το βράδυ και πίνουμε καφέδες και μιλάμε για την αρχή του κόσμου και την Ευρώπη και την Συρία. Μιλάμε για τα καλοκαίρια στο Ντερ Ζορ πριν τον πόλεμο και μερικές φορές μιλάμε για τον ίδιο τον πόλεμο. Και μερικές φορές κλαίμε και κρατάμε δυνατά τα χέρια για τη γέφυρα που γκρέμισαν και το σπίτι τους που δεν υπάρχει πια. Και άλλες φορές σχεδιάζουμε μαζί τα καλοκαίρια που έχουμε ακόμα να περάσουμε στα νησιά. Άλλες φορές λέμε πόσο θα κλαίμε την ημέρα του αποχωρισμού. Το μόνο που πραγματικά θέλω είναι να ξέρω πως ο Γασάν, η Κίντα, η Γιούσρα, η Μαράμ και ο Αμπούντ ζουν καλά. Όπου και αν είναι αυτό γιατί εξάλλου δεν φοβάμαι. Τα αδέλφια δεν χάνονται ποτέ. Κούλο Αλαμπάδο.

friends

 

* Για τον Σπύρο, τη Στέλλα, τον Χρήστο, τη Ξανθή, τη Μυρτιά, τον Βαγγέλη, την Τατιάνα, τον Λευτέρη, τη Νιόβη, την Ελίζα, την Ελένη, τον Γιάννη. Και μετά, τη Σοφία, την Ιωάννα, τη Μαργαρίτα. Αυτοί είναι οι φίλοι μου που έτρεξαν και τρέχουν για τον άλλον χωρίς να περιμένουν τίποτα πίσω. Οι φίλοι μου που νιώθουμε το ίδιο, που αγαπάμε χωρίς να μετράμε τίποτα. Χωρίς εσάς ο κόσμος αυτός είναι τίποτα.

Την τελευταία φορά που είχα μια καλή ιδέα ήταν εκείνη τη μέρα που είχα ρεπό δύο μέρες σερί. Δεν προλαβαίνεις πια να έχεις ιδέες. Προλαβαίνεις ίσα ίσα να ξυπνήσεις να πας δουλειά και να γυρίσεις σπίτι. Θα φτάσεις στο σπίτι τα ξημερώματα, θα πεινάς, θα φας τόστ. Πάντα και μόνο τόστ. Είναι το μόνο που έχεις στο σπίτι. Θα φας το ή τα τοστ χαζεύοντας μια αμερικάνικη σειρά. Και μετά θα βάλεις κι άλλο επεισόδιο και μετά κι άλλο. Κάποια στιγμή θα γράψω κάτι για την υπερένταση της σερβιτόρας όταν γυρνάει στο σπίτι. Τώρα δεν έχω καμία καλή ιδέα για αυτό το θέμα.

Χτες το βράδυ φεύγοντας από τη δουλειά μπήκα στο τελευταίο λεωφορείο. Απέναντι μου καθόνταν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν. Στα πόδια τους είχαν απο μια μεγάλη πλαστική τσάντα ο καθένας, γεμάτη πράγματα. Είχαν πιει πολύ, πάρα πολύ, ειδικά ο Εστραγκόν. Πότε έπεφτε πάνω στην κοπέλα που καθόνταν δίπλα του, πότε πάνω στο τζάμι. Όταν το παραέκανε τον συμμάζευε ο Βλαντιμίρ δίνοντας του μια πουτίνγκα στη μύτη (σ.σ. πουτίνγκα ονομάζω αυτή την κίνηση που ο δείκτης φέυγει με φόρα από τον αντίχειρα). Μετά από κάθε πουτίνγκα έσκαγαν μαζί στα γέλια. Γύρω τους καθόνταν 3-4 γυναίκες. Όλες τους ήταν με τα ραντάρ ανοιχτά μήπως η κατάσταση ξεφύγει. Τις έβλεπες να συνεννοούνται με το βλέμμα. Κάποια στιγμή η μια, που ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία, αγκάλιασε την άλλη την πιο νεαρή και της πρότεινε να πάει μια θέση πιο εκεί έτσι ώστε η ίδια να μείνει εκεί ως ανάχωμα στους μεθυσμένους. Λίγο πριν κατέβουν, ο Εστραγκόν έβγαλε μια φυσαρμόνικα. Ήταν τόσο μεθυσμένος που γέλαγε και έπαιζε, γέλαγε και έπαιζε. Σε μια στάση της Συγγρού ο Βλαντιμίρ τράβηξε τον Εστραγκόν από το χέρι και κατέβηκαν δευτερόλεπτα πριν κλείσει η πόρτα. Οι διαδρομές με το λεωφορείο δεν είναι πια ίδιες, σκέφτηκα.
Όταν ακόμα ήμουν σχολείο, έμπαινα στο Α8 για Πατήσια, έβαζα τα ακουστικά του walkman και χάζευα έξω από το παράθυρο. Πρώτα η Λεωφ. Ειρήνης μέχρι το ζαχαροπλαστείο του Μπάκα, μετά τα ορφανοτροφεία, τα κοντέινερ των σεισμόπληκτων στο γήπεδο του Περισσού, μετά το αρχηγείο του ΚΚΕ και τέλος η Πατησίων. Τώρα, μπαίνω στο λεωφορείο και έχω το νου μου στους μετανάστες. Δεν κοιτάω σχεδόν καθόλου έξω από το παράθυρο. Κοιτάω μέσα, τους επιβάτες. Μην γίνει καμιά στραβή,μην κάποιος μιλήσει κάπως σε κανα μετανάστη, μην μπει κανας ελεγκτής και γίνει φασαρία, σκοτωθεί κανένας. Στις διαδρομές νιώθω σαν να κάνω βάρδια. Σαν να έχω αναλάβει 20 και 20 λεπτά την ημέρα βάρδια. Και άκου το άλλο το πιο κουλό. Παλιά δεν ίδρωνα να έχω εισητήριο. Αν είχα λεφτά θα αγόραζα, αν όχι δεν έσκαγα. Τώρα που συνήθως δεν έχω , θα έχω φροντίσει να μαζέψω 2,40 από 5 cents για να βγάλω. Κι αυτό στο ίδιο πλαίσιο. Αν γίνει καμιά στραβή να μπορώ να τους υπερασπιστώ έχοντας εισητήριο. Άκου τώρα σκεπτικό. Τα λεγα προχτές σε μια φίλη και μου ‘πε “είσαι παρανοική”. Εγώ ή η κατάσταση; Οι διαδρομές με το λεωφορείο έχουν πια ηθικό βάρος. Δεν είσαι απλά ένας επιβάτης. Είσαι ένας επιβάτης σε επιφυλακή, Έτοιμος να επέμβεις, να υπερασπιστείς το αυτονόητο σε μια παρανοική κοινωνία. Έτσι που λες, χτες το βράδυ κοιτούσα, ίσως καλύτερη λέξη να είναι το ανησυχούσα, μήπως η κατάσταση με τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν ξεφύγει. Μήπως μαζί με τα “μη πέφτεις πάνω μου αν μπορείς” έφευγε και κανά “βρωμόμετανάστη”. Είναι βαρύ το φορτίο στα λεωφορεία.

Κατέβηκα στη στάση και περπάτησα μέχρι το σπίτι. Πονούσαν οι φτέρνες μου. Κάποια στιγμή θα γράψω κάτι για τα πόδια της σερβιτόρας, τώρα δεν έχω καμία καλή ιδέα για το θέμα. Στη γωνία έξω από την υπόγεια διάβαση στέκονταν κυρίες με ψηλοτάκουνα και ψεύτικες γούνες. Κάθε χειμώνα τα ίδια. Γεμίζουν όλοι οι κάθετοι της Συγγρού με σακάκια και ψιλοτάκουνα από τους θαμώνες των μπουζουκτζίδικων. Ρέμος, ρουβάς, αρβανιτάκη, ασλανίδου, δε ξέρω τι έχει φέτος το χειμώνα. Όλοι ίδιοι είναι. Όπως και οι θαμώνες τους. Ίδιοι ανεξαρτήτως ηλικίας ή χρονικής στιγμής. Περνάω από δίπλα τους, μυρίζουν οι κολώνιες τους και θυμάμαι πως μυρίζω εγώ. Ένα συνδυασμό ψητού χοιρινού και τσιγαρίλας.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο τρέχει ένας γυμνός από τη μέση και πάνω με φωσφωριζέ ακουστικά. Κάποιοι τέλειωσαν τη βάρδια, κάποιοι πετάνε γαρύφαλλα στο ρέμο, κάποιες ψωνίζονται στη συγγρού, κάποιοι τρέχουν στη 1 ωρα το βράδυ. Δεν είναι συγκλονιστική η σημειολογία; Στην ιστορία θα γράφει “την περίοδο που στο Αιγαίο πέθαιναν 20 άνθρωποι την εβδομάδα μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εξασκούνταν στο τρέξιμο. Την περίοδο εκείνη σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες συμμετοχές στο μαραθώνιο”. Μπα. Ενα βιβλίο ιστορίας σχολείου δε θα έγραφε ποτέ κάτι τέτοιο. Σιγά μη μιλούσε για το τι συνέβαινε στο Αιγαίο. Τρέχουν που λες οι άνθρωποι να ξεφύγουν. Να ξεφύγουν από τις ζωές τους, από τις δουλειές τους, από τις επιλογές τους. Κι όπως γίνεται πάντα, μετά, επειδή δεν είναι τίποτα χαζοί, βρίσκουν και την ιδεολογική βάση για να το στηρίξουν. Νους υγιής εν σώματι υγιεί. Τίποτα για τη ψυχή. Της βρήκαμε αυτηνής ένα γκόμενο και θα πρέπε να ναι ευχαριστημένη. Νους και σώμα, αυτά μας νοιάζουν. Κατά τ’άλλα γυμναστική και δουλειά. Υπάρχουν λέει άνθρωποι που ξυπνάνε 3 ώρες πριν τη δουλειά τους και πάνε για τρέξιμο. Πολύ χαζοί αυτοί οι ασιάτες. Δεν τους είπε κανείς πως θα νιώθουν καλύτερα αν έτρεχαν από το να διαλογίζονται. Αλλα ευτυχώς που η εθνική τράπεζα και οι ασφαλιστικές εταιρείες νοιάζονται για τον άνθρωπο και κάνουν κάθε κυριακή μαραθωνίους. Για τους ανθρώπους με κυστική ίνωση, για τα παιδιά με καρκίνο, για τα χριστούγεννα. Τρέχουν όλοι, κυριολεκτικά. Με 2χλμ λέει προσφέρεις βοήθεια. Αλληλεγγύη φορώντας asics gel noosa tri 9. Σήκωσα το χέρι μου σε μπουνιά και φώναξα στον μαραθωνοδρόμο “τα λέμε στον τερματισμό αδελφέ”. Με κοίταξε σαστισμένος.

Όλοι στον τερματισμό θα συναντηθούμε. Κι αυτοί που τρέχουν, κι αυτοί που κοιμούνται, κι αυτοί που πονάνε τα πόδια τους από τη δουλειά, κι αυτοί που πετάνε γαρύφαλλα στο ρέμο, κι ο βλαντιμίρ, κι ο εστραγκόν, κι ο φουσκωτός με το μολών λαβέ στο μπράτσο, και αυτοί που αγάπανε το ίδιο φύλο, κι αυτοί που δεν έχουν φύλο, κι αυτοί που αγαπάνε το ίδιο φύλο αλλά έζησαν μια ζωή με το αντίθετο, οι κλέφτες, οι ψεύτες, οι ελεγκτές λεωφορείων, οι κυρίες και οι κύριοι, αυτοί που αφήνουν φιλοδώρημα, αυτοί που δεν αφήνουν, οι σνομπαρίες, οι χίπιδες, τα πλούσια κορίτσια με τα καθαρά πρόσωπα, οι φλώροι, τα αγόρια με τα γκάτζετς και τα καθαρά σπίτια, οι υποχόνδριοι και οι βρωμιάρηδες. Όλοι μαζί θα είμαστε στο τέλος.

images

τον ξαναδικάζουν εδώ και 24 μέρες. ξανά και ξανά. κάθονται στα μικρά τους γραφεία και τον δικάζουν για αυτά που έκανε και αυτά που φοβούνται ότι μπορεί να κάνει. τον φοβούνται έγκλειστο, τον φοβούνται αδύναμο, τον φοβούνται ζωντανό.  θέλουν να τον τιμωρήσουν ξανά και ξανά. διψάνε εξάλλου για τιμωρία. επιβεβαιώνουν τη δικιά τους ελευθερία με τον εγκλεισμό του. για να νιώσουν ελεύθεροι πρέπει να έχουν φυλακές. φωνάζουν «είναι επικίνδυνος», «είναι εγκληματίας». στους φίλους τους λένε για τη θανατική ποινή. «να υπήρχε, να τελειώναμε» λένε και θαυμάζουν αυτούς που την εφαρμόζουν. τις εκπαιδευτικές άδειες τις ονομάζουν επίφαση. καμμία ανάσα. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ» του φωνάζουν. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ» ξανά και ξανά για αυτά που έκανες και για αυτά που θα μπορούσες να κάνεις αν. φοβούνται μήπως η ανάσα του, τους κλέψει τον αέρα. δεν είναι πια άνθρωποι όλοι αυτοί. δεν έχουν πια καρδιά.

(μιλώντας για ελευθερία σκέφτηκα τα παραπάνω.)

σοφ

(το ποστ διαβάζεται ακούγωντας αυτό: https://www.youtube.com/watch?v=m3oBRCAi67I)

Καθίσαμε στο πίσω μέρος ενός άλλου τάφου. Έκανε πολύ κρύο φέτος. Μπορεί έτσι να ήταν και πέρσι, δε θυμάμαι. Μερικές φορές δε θυμάμαι πότε ήταν το πέρσι. Άλλες δε θυμάμαι γιατί ήμασταν πάλι εδώ πέρσι. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ. Κάθε χρόνο ζητάω από τη Χ. να πει ένα τραγούδι. Θέλω να λέμε τραγούδια για σένα. Μπας και μας ακούς, να δεις που τραγουδάμε. Που δεν το βάλαμε κάτω. Με το βλέμμα μας κολλημένο σε αυτή τη φωτογραφία που είσαι τόσο όμορφος αλλά τόσο παγωμένος η χ. ξεκίνησε να τραγουδάει. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω της και εκείνη μου ψιθύρισε μυστικά δε θα γυρίσεις πια.

Έφυγες και πήγες μακριά,
σύννεφα σκεπάσαν την καρδιά,
σβήσαν απ’ τα χείλη τα τραγούδια,
γύρω μαραθήκαν τα λουλούδια.
Και τα δειλινά
μια φωνή μου ψιθυρίζει
μυστικά
δε θα γυρίσεις πια.

Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ για να σε δούμε. Λένε ο χρόνος τα γιατρεύει όλα. Λένε ψέματα.

Στους μεγάλους δρόμους περπατώ,
με το βλέμμα μου σ’ αναζητώ,
λες κι αντιλαλούν τα βήματά σου
και ο πόνος με τραβάει κοντά σου.
Και τα δειλινά
μια φωνή μου ψιθυρίζει
μυστικά
δε θα γυρίσεις πια.

Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ για να σε δούμε. Μερικές στιγμές σκέφτομαι αν μας βλέπεις έτσι που κλαίμε γύρω από τα μάρμαρα. Σκέφτομαι τι θα έλεγες.

Στα κλαδιά σωπαίνουν τα πουλιά,
έρημη η παλιά μας η φωλιά,
φύτρωσε στην πόρτα μας χορτάρι,
απ’ τα χέρια μου σ’ έχουνε πάρει.
Μα τα δειλινά
μια φωνή μου ψιθυρίζει
μυστικά
δε θα γυρίσεις πια.

Και μένουμε μόνες μας οι γυναίκες σου. Κλαίμε, αγκαλιαζόμαστε, πίνουμε χτυπώντας τα ποτήρια στο τραπέζι για σένα και λέμε αν. Δύο χρόνια είναι πάρα πολλά, δύο χρόνια ίσως να μην είναι αρκετά.

 

Χρούσσος

Τα πρωινά δεν ήξερα τι ώρα ήταν όταν ξυπνούσα. Ούτε όταν έπεφτα για ύπνο. Άνοιγα το φερμουάρ της σκηνής, προσπαθούσα να ισορροπήσω για να βγω έξω χωρίς να πέσω και κάπως έτσι, περίπου με τον ίδιο τρόπο, φορούσα το μαγιό. Μετά, έσερνα το σώμα μου σε αυτό το σύντομο μονοπάτι πάνω στην άμμο που τσουρουφλούσε. Δεν είχα κουράγιο να βάλω τα τέβα κανονικά και πατούσα το πίσω τους μέρος. Ήταν σαν να επέλεγα ασυνείδητα να καίγονται οι πατούσες μου στη διαδρομή. Μια επιβεβαίωση του ότι ο ήλιος έκαιγε και σήμερα το πρωί. Ο ήλιος ήταν στη θέση του. Έφτανα στο μισό μέτρο από τη θάλασσα, έβγαζα με μια άχαρη κίνηση τα καλοκαιρινά παπουτσάκια και περπατούσα μόνο για λίγα εκατοστά ξυπόλητη. Και μετά το νερό. Ω, το νερό, τα πρωινά στον Χρούσσο. Ησυχία. Στη θάλασσα δεν ήταν κανείς. Κανένα πρωινό. Μόνο κάποιοι σκηνίτες ξύπνιοι αλλά κανείς στο νερό. Μακροβούτι. Ω, το κρύο νερό όταν πρωτομπαίνει το κεφάλι. Ω, το πρώτο πρωινό κατούρημα μέσα στο νερό. Σαν να έπρεπε πάντα έτσι να είναι. Όλα, εδώ, είναι στη σωστή θέση. Οι ώρες περνούν όπως θα έπρεπε να περνούν. Το μεσημέρι κάνει πολύ ζέστη για να κάτσουμε στην παραλία. Ανεβαίνουμε στην κυρά Μαρία να φάμε λαδοτύρι σαγανάκι και κανά κεφτέ. Μόλις γλυκάνει πάλι ο ήλιος κατεβαίνουμε στην παραλία και ξαπλώνουμε στη σειρά με τα βιβλία στο χέρι. Εγώ διαβάζω για τον Πάκο και την Ιρέν. Αχ, αυτή η Ιρέν με αυτά τα μαλλιά κι αυτόν τον έρωτα. Όταν τελείωσα και το Παρίσι Μπλέ ήταν η ώρα να γυρίσουμε.

Τόσες μέρες δεν έχω κινητό, δεν έχω σταθερό, δεν μαθαίνω νέα, δε θέλω να μαθαίνω νέα. Την ώρα που μπήκα στο καράβι του γυρισμού, στην τηλεόραση έδειχνε ειδήσεις. Σηκώθηκα να την χαμηλώσω και μια υπάλληλος στο πλοίο, μου έκανε παρατήρηση. «Δεν μπορείτε να το χαμηλώσετε», μου είπε. Ήταν υποχρεωτικό να ακούσω τις ειδήσεις. Έπρεπε να τιμωρηθώ που ξέχασα.

Θα ήταν πιο εύκολο να θέλαμε να είμαστε πλούσιοι. Θα ήταν πιο εύκολο να θέλουμε να κυνηγάμε τα λεφτά. Θα είχαμε μείνει σε όλες αυτές τις δουλειές από τις οποίες φύγαμε τρέχοντας, θα είχαμε κρατήσει φιλίες με όλους αυτούς που θα μπορούσαν να, όταν κλπ. Θα λέγαμε ναι σε δουλειές που είπαμε όχι, θα κάναμε αυτό  που μας έλεγαν πάντα ή θα κάναμε το αντίθετο αν στρατηγικά θα οδηγούσε κάπου. Θα προσπαθούσαμε να εντυπωσιάσουμε αυτούς που μετά το 8ωρο βρίζουμε, θα μέναμε παραπάνω ώρες, πολλές παραπάνω ώρες χωρίς ποτέ να ζητήσουμε να πληρωθούμε υπερωρίες. Θα γελούσαμε με τα κρύα αστεία του αφεντικού, θα κάναμε παρέα με τη μάνατζερ μετά τις 11 ώρες δουλειάς, θα βγαίναμε στα ίδια μέρη. Μέχρι που θα αποκτούσαμε και κοινά χόμπι. Στα meetings θα συμμετείχαμε ενεργά ή τουλάχιστον θα προσπαθούσαμε να δείξουμε πραγματικό ενδιαφέρον. Θα φεύγαμε πάντα τελευταίοι από τις αίθουσες συνεδριάσεων για να μπορέσουμε να κάνουμε small talk με το αρχιαφεντικό. Θα ήμασταν χαρούμενοι εθελοντές για όλα. Σε κάθε βαρετή «αποστολή» θα λέγαμε ναι, σε κάθε μαραθώνιο που θα συμμετείχε η εταιρεία θα λέγαμε ναι. Στα εταιρικά πάρτι θα ήμασταν η ψυχή. Θα μιλούσαμε για την εταιρεία σε πρώτο πληθυντικό.  Θα λέγαμε «κάναμε», «βγάλαμε», «παρουσιάσαμε», «καταφέραμε». Θα χρησιμοποιούσαμε τους φίλους μας και τους γνωστούς μας για το καλό της εταιρείας. Θα υποχρεωνόμασταν προσωπικά. Θα δουλεύαμε τα σαββατοκύριακα, θα γυρνούσαμε από τις διακοπές μας, δεν θα παίρναμε όλες τις μέρες τις άδειας μας. Θα ήμασταν το παράδειγμα της αφοσίωσης στα ιδανικά της εταιρείας. Της όποιας εταιρείας.

Αν τα έκανες όλα αυτά ή έστω κάποια από αυτά τότε θα είχες σταματήσει από καιρό να απογοητεύεσαι. Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχες πολύ χρόνο για να σκεφτείς. Κυρίως θα έτρεχες. Θα έτρεχες να προλάβεις να κάνεις όλα αυτά που πρέπει να κάνεις μέχρι την τάδε ηλικία για να μπορέσεις μετά να απολαύσεις. Έτσι δε λένε; Κάνε ότι μπορείς τώρα για να μπορείς μεθαύριο. Ο τζίτζικας που τραγουδούσε όλο το καλοκαίρι και είχε πολύ κέφι ήταν ένας επιπόλαιος τεμπέλης. Να γίνεις μέρμηγκας, υπονοούσαν. Ο μέρμηγκας επιβιώνει. Δε σου είπαν ποτέ αν ο μέρμηγκας ήταν ευτυχισμένος, τι σημασία είχε αυτό.

Άκου λοιπόν πως έχει η ιστορία. Αρχικά, ο μέρμηγκας ήταν ένας συμβιβασμένος, αγχωτικός μαλάκας. Πέθανε στα 40 του από καρδιά. Τα τελευταία χρόνια δεν μιλούσε σε κανέναν από τους φίλους τους. Ξυπνούσε και κοιμόταν με το άγχος να μαζέψει αρκετά τρόφιμα για το καλοκαίρι. Όταν πέθανε βρήκαν στο σπίτι του τόσες προμήθειες που μπορούσαν να ζήσουν άλλες 10 οικογένειες για τους επόμενους τρείς χειμώνες. Όλοι είπαν πόσο εργατικός ήταν. Αλλά δεν πήγε κανένας στην κηδεία του. Ούτε ο τζίτζικας.

IMG_1611

(Θα ήταν πιο εύκολο να θέλουμε να κυνηγάμε τα λεφτά. Αλλά δεν έχει πλάκα η ζωή έτσι. Θέλουμε να τραγουδάμε όταν έχουμε κέφι και ας βγάλουμε το χειμώνα με παξιμάδια. Τουλάχιστον θα είμαστε μαζί, μπισκότο.)

τομπλεκουτι

Αυτός, πρόσφυγας από τη Μίλητο, εκείνη από τη Σμύρνη. Γνωρίστηκαν στα προσφυγικά στη Νίκαια. Ούτε που ξέρει αν γνωρίστηκαν μετά τον αρραβώνα ή πριν. Εκείνη τους έλεγε στα γεράματα πως αγαπούσε άλλον αλλά ποτέ δεν είπε γιατί δεν τον παντρεύτηκε. Ποιος ξέρει πια. Ούτε πως έγινε το προξενείο ξέρει. Ξέρει μόνο πως δεν ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλο. Έζησαν μαζί πάνω από εξήντα χρόνια. Δεν θυμάται να τους είδε ποτέ να φιλιούνται στο στόμα αλλά δεν θυμάται να τους είδε και ποτέ να μαλώνουν στα σοβαρά. Θυμάται πως από το ’90 και μετά, ο παππούς έλεγε στη γιαγιά, όταν αυτή του γκρίνιαζε «θα σε αφήσω και θα βρω μία σαν τη Μιμή». Η γιαγιά γελούσε και του έλεγε «ναι, εσένα θα πάρει η Μιμή». Μέχρι εκεί έφταναν οι γκρίνιες τους και οι τσακωμοί τους. Στο μυαλό της όμως ήταν πάντα ο παππούς και η γιαγιά που είναι αγαπημένοι. Η αγάπη εξάλλου δεν περνάει πάντα από τον έρωτα.

Αυτός, παιδί προσφύγων από το Αϊβαλί, φτωχός. Ζούσε στην Κοκκινιά, με τον πατέρα και τον αδελφό του.  Εκείνη ζούσε στη Νίκαια, είχε μια κάποια προίκα και ρούχα που της έφερνε ο εκτελωνιστής αδελφός της από το εξωτερικό. Εκείνη ήθελε έναν ναυτικό που έμενε πιο δίπλα, αλλά ο πατέρας της δεν τον ήθελε. «Οι γυναίκες των ναυτικών» δυστυχούν της έλεγε. Τον άντρα που θα παντρευόταν τον γνώρισε την ημέρα που τον αρραβωνιάστηκε. Τον κοίταξε και δεν της άρεσε. Ήταν κοντοκουρεμένος και φορούσε ένα παντελόνι με πιέτα. Η μόδα ήθελε τους άντρες με μακρύ μαλλί και καμπάνα παντελόνι. Πως είναι άραγε να βρίσκεσαι ξαφνικά σε ένα σπίτι που δεν ξέρεις, με έναν άντρα που δεν ξέρεις απλά γιατί κάποιος άλλος τον βρήκε τίμιο και όχι τεμπέλη. Όπως και να είναι έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο της, περίπου 35 χρόνια.

Η γιαγιά της και η μάνα της. Γυναίκες που δεν ερωτεύτηκαν ποτέ. Μερικές φορές ελπίζει να ερωτεύτηκαν κάποιον παράφορα και να μην το έμαθε αυτή. Όταν άδειαζε τα σπίτια τους αφού πέθαναν κι οι δύο, ήλπιζε να βρει ένα κουτί, σε κάποια ντουλάπα και να αποκαλυφτεί το μεγάλο μυστικό. Να αποκαλυφθούν οι κρυφοί τους έρωτες. Όμως δεν βρήκε ποτέ τίποτα.

Κάθε δικός της έρωτας είχε πάντα μέσα του ένα βαθύ, άτυπο χρέος απέναντι σε αυτές τις γυναίκες. Ένα «θα ερωτευτώ και για σας». Μόνο που όσο και να ερωτευόταν αυτή,  εκείνες δεν θα μπορούσαν ποτέ να νιώσουν όλο τους το σώμα να ανατριχιάζει από ένα «σε έχω ερωτευτεί». Η έλλειψη έμοιαζε να είχε διαπεράσει τρεις γενιές.

Πήγε στο δωμάτιο που θα έβαζε το γραφείο. Οι περισσότερες κούτες ήταν ακόμα κλειστές. Τράβηξε κοντά της μια που έγραφε «Αναμνηστικά». Μέσα εκεί, θυμάται να βάζει ένα μπλε κουτί παπουτσιών,  που περιείχε τα ερωτικά ραβασάκια από το λύκειο και κάτι σκόρπιες κάρτες και γράμματα. Άνοιξε την κούτα και το μπλε κουτί με τα ραβασάκια δεν ήταν εκεί. Τράβηξε κοντά της και άνοιξε μια άλλη κούτα που έγραφε «Χαρτούρες για γραφείο». Δεν το βρήκε ούτε εκεί. Σηκώθηκε όρθια και με το μαχαίρι στο χέρι άρχισε να σκίζει τις ταινίες από όλες τις κούτες. Ήλπιζε να  το βρει κάπου. Δεν το βρήκε ποτέ. Αν πέθαινε τώρα, σκέφτηκε, δεν θα έβρισκαν κανένα κουτί με τους έρωτες της. Αυτοί που θα άδειαζαν το σπίτι της θα πίστευαν πως δεν ερωτεύτηκε ποτέ. Θα είχε συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση που ήθελε τις γυναίκες να πεθαίνουν χωρίς έρωτα. Άφησε το μαχαίρι και έπιασε τον μαύρο μαρκαδόρο που χρησιμοποιούσε για να γράφει στις κούτες. Πήρε έναν φάκελο από κάποιο λογαριασμό και άρχισε να γράφει ονόματα και ημερομηνίες. Κωνσταντίνος 1993-1997, Αντώνης 1999, Γιώργος 2001 και έφτασε μέχρι σήμερα. Πάνω- πάνω, έγραψε με κεφαλαία, τη λέξη «ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ».

* το κείμενο αυτό γράφτηκε για το δι-ιστολογικό αφιέρωμα με θέμα «Ερωτική Ιστορία¨ που δημοσιεύτηκε στο enfo.gr και συμμετείχαν οι silentcrossing, βιβλιοθηκάριος, τσαλαπετεινός, old boy, rubies and clouds, το καραντί, kospanti, το βυτίο, ερυθρό, καγκουρώ, αναγεννημένη, αδέσποτος σκύλος, angry calgonit, χαμένο επεισόδιο, μπουλακάκης, ποδηλάτισσα, κυνοκέφαλοι και η lemon

Πριν κάποια χρόνια περπατούσα μέσα στην Πλάκα πηγαίνοντας να δω, για δεύτερη φορά, ένα σπίτι που σκεφτόμουν με την τότε συγκάτοικο μου να νοικιάσω. Στο δρόμο έκανα υπολογισμούς για το αν θα βγαίνω και πως θα μπορώ να ανταπεξέλθω μιας και το νοίκι θα ήταν πιο μεγάλο. Μπροστά μου ήταν μια παρέα κάποιων 17άρηδων και θυμάμαι να τους προσέχω γιατί μπορούσα να διακρίνω στα πρόσωπα τους το κέφι που είχαν για αυτή  τη βόλτα τους. Μου θύμιζαν τις δικές μου πρώτες βόλτες στο κέντρο που ήταν τόσο μεγάλη υπόθεση. Νιώθαμε τόσο μεγάλοι, τόσο ανεξάρτητοι που μπορούσαμε να κατέβουμε στο κέντρο για βόλτα. Λίγο πριν τους προσπεράσω και ενώ ήμουν αρκετά κοντά τους, νιώθω τη μια κοπέλα της παρέας να πέφτει πάνω μου. Ασυναίσθητα απλώνω το χέρι μου να την πιάσω για να καταλάβω κάποια δευτερόλεπτα αργότερα πως παθαίνει κάποια είδους κρίση. Θυμάμαι τα αγόρια της παρέα της να παγώνουν, τη μια φίλη της να φωνάζει βοήθεια κλαίγοντας. Ήμουν από πάνω της, την έβλεπα να βγάζει αφρούς από το στόμα της, δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα πώς να τη βοηθήσω. Δεν ήξερα αν είναι κρίση επιληψίας ή κάτι άλλο. Θυμάμαι κάποια γυναίκα να βγαίνει από ένα μαγαζί και να ρωτάει επίμονα τους φίλους της αν η κοπέλα είναι επιληπτική και αυτοί να μην ξέρουν. Σιγά, σιγά άρχισε να συνέρχεται, λίγο αργότερα έφτασε και το εκαβ. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάποιον να παθαίνει κρίση επιληψίας αλλά θυμάμαι την ταραχή μου και την αίσθηση της ανημποριάς που ένιωθα. Δεν θυμάμαι να πήγα ποτέ σε αυτό το ραντεβού για το σπίτι. Νομίζω πήρα τη συγκάτοικο και της είπα να το ακυρώσουμε. Δε μπορούσα να δω κανένα σπίτι, δε μπορούσα να κάνω κανέναν υπολογισμό για λεφτά, νοίκια και τετραγωνικά.

Λίγα χρόνια αργότερα, έναν δεκαπενταύγουστο που ήξερα πως οι φίλες μου βρίσκονται σε κάποια παραλία με σκηνές χτύπησε το τηλέφωνο. Ο κολλητός τους είχε πάθει επιληπτική κρίση μέσα στην θάλασσα και δεν βγήκε ποτέ από αυτήν. Θα γύριζαν τον φίλο τους σε ένα κασόνι γαμώ την ατυχία μας. Δεν ήταν σε αγωγή, δεν ήθελε να παίρνει τα φάρμακα του, μεγάλη ιστορία. Ο θάνατος του θα φέρει στα πρόσωπα των φίλων μου ατελείωτη θλίψη για χρόνια. Θα μου διηγηθούν αρκετές φορές τις στιγμές εκείνες, τι τους έλεγε το προηγούμενο βράδυ, το ίδιο πρωί. Για χρόνια θα έχω έναν μικρό φόβο μέσα μου για όλα αυτά που μπορούν να μας συμβούν στις διακοπές, τη στιγμή που δεν το περιμένεις. Ταυτόχρονα όμως μέσα μου λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι του τώρα. Μου θύμιζε την αξία της στιγμής. Αυτού που ζούμε τώρα. Να θυμόμαστε να ζούμε τώρα.

Πριν από περίπου δύο μήνες και ενώ ο σκύλος κοιμόταν κάτω από τα σκεπάσματα, όπως συνηθίζει, άρχισε να κουνιέται κάπως ακανόνιστα. Σήκωσα το πάπλωμα και τον είδα να τραντάζεται και να κοκαλώνει. Στην προσπάθεια του να κάνει βήμα, έπεφτε και κοκάλωνε. Το βλέμμα του παγωμένο. Εγκεφαλικό ή φόλα, σκέφτηκα. Άρχισα να ανακαλώ τι είχε φάει όλη μέρα, αν τον είδα να αρπάζει τίποτα από το δρόμο. Τίποτα. Καθώς μιλούσα με τον κτηνίατρο, έπαθε μια μεγαλύτερη κρίση. Άρχισε να χτυπιέται στο πάτωμα. Του έφυγαν ούρα, έκανε εμετό, οι κόρες του διεσταλμένες, το βλέμμα παγωμένο. Λίγες μέρες και κάμποσες εξετάσεις αργότερα, ο κτηνίατρος θα μας μιλήσει για την άτυπη επιληπτική κρίση. Δεν ήξερα πως παθαίνουν και τα ζώα επιληψία.

Χτες το απόγευμα έπαθε μια δεύτερη κρίση. Καθόμασταν αγκαλιά στο καναπέ μέχρι που έχωσε τη μουσούδα του στη μασχάλη μου. Τον έσπρωξα λίγο για να δω τι συμβαίνει και είδα πάλι αυτό το βλέμμα. Πρόλαβα να σκεφτώ ένα «όχι ρε γαμώτο».  Όσες λεπτομέρειες και να γράψω για την ώρα της κρίσης δε νομίζω να μπορέσω να μεταφέρω τον τρόμο, την ταραχή, τη στεναχώρια. Με καθησυχάζει η σκέψη ότι εκείνος δεν έχει συνείδηση της ώρας της κρίσης ή έτσι τουλάχιστον μου είπε ο γιατρός. Όμως εγώ έχω. Και δε μπορώ να τη σταματήσω τη γαμημένη. Δε μπορώ να τη διακόψω, δεν μπορώ εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα να κάνω τίποτα. Μόνο τον συγκρατώ για να μη χτυπήσει και  του λέω πως θα περάσει.

Οι άνθρωποι που ζουν χρόνια με την επιληψία, οι δικοί τους άνθρωποι είναι όλοι ήρωες στα μάτια μου. Όχι μόνο για αυτό που αντέχουν εκείνα τα λεπτά αλλά και για τη δύναμη ψυχής που χρειάζεται να μπορείς να μη ζεις με το φόβο αυτού. Σε ένα site για την επιληψία στους σκύλους αναφέρει ξανά και ξανά «να μη ζεις για τις κρίσεις, να ζεις με τις κρίσεις». Δεν είναι εύκολο να βγάλεις από το μυαλό σου το φόβο μιας επόμενης κρίσης. Θα ναι τώρα που λείπω, θα ‘ναι απόψε το βράδυ, θα ναι σε 2, σε 4 μήνες;

Η επιληψία είναι μια σχετικά ρυθμιζόμενη αρρώστια. Αντιμετωπίζεται φαρμακευτικά από τα λίγα που γνωρίζω. Κάπως έτσι ισχύει και με τα ζώα. Αν η συχνότητα των κρίσεων είναι τέτοια τότε θα ξεκινήσει μια σταθερή αγωγή κλπ κλπ. Υποθέτω κάποια στιγμή και αν συνεχίσουν οι κρίσεις, δεν θα είναι τόσο τρομακτικό. Ίσως να αποκτήσω κάτι σαν ψυχική ανοσία ή κάτι. Ίσως να πρέπει να ξαναδιαβάσω το βιβλίο του Ζουμπουλάκη για την αδελφή του, δεν ξέρω αν αντέχω τώρα. Σήμερα το πρωί είναι όλα κανονικά. Σαν να μην έγινε τίποτα χτες. Αυτό είναι το περίεργο με την επιληψία στα σκυλιά. Μετά την κρίση ίσως υπάρχει ένα μούδιασμα, που κι αυτό φεύγει και το σκυλί επανέρχεται κανονικά. Τον κοιτούσα στην πρωινή βόλτα και ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Μόνο που έχεις μια τρυπίτσα ακόμα στην καρδιά σου. Και ανταπεξέρχεσαι σχεδόν πάντα. Σαν να μπορείς να τα αντέξεις όλα. Και ζεις με τις κρίσεις και όχι γι’ αυτές, γιατί έτσι είναι η ζωή.

«Η αρρώστια, η δική σου και των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά»  (Η αδελφή μου, Στ. Ζουμπουλάκης)

Πρόσφατα άρθρα